Λαϊκό Παραμύθι

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μικρή κόκκινη κότα. Μια μέρα ενώ σκάλιζε το χώμα στον αχυρώνα που ζούσε, βρήκε ένα σπόρο σιταριού. Τότε ρώτησε τα υπόλοιπα ζώα του αγροκτήματος: «Ποιος θα φυτέψει αυτό το σιτάρι;»

Ενας άντρας και μια γυναίκα που δεν είχαν παιδιά, προσεύχονταν καθημερινά. Θα έδιναν μέχρι και τη ζωή τους για να αποκτήσουν ένα παιδάκι. Κάποια στιγμή, η ευχή τους πραγματοποιήθηκε. Όταν έφτασε η ώρα, όμως, το νεογέννητο που ήρθε στη ζωή τους προς έκπληξη τους ήταν ένας θηλυκός βάτραχος!

Μια φορά και έναν καιρό σε μια πόλη στην Περσία, ζούσαν δύο αδέλφια, ο Κασίμ και ο Αλή Μπαμπά. Ο Κασίμ ήταν παντρεμένος με μια πλούσια γυναίκα και είχε όλα τα αγαθά, ενώ ο Αλή Μπαμπά έπρεπε να συντηρήσει τη γυναίκα και τα παιδιά του κόβοντας ξύλα σε ένα γειτονικό δάσος και πουλώντας τα στην πόλη.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια θυγατέρα. Της έλεγε να την παντρέψει, δεν ήθελε. Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον, κανέναν δεν ήθελε. Του λέει μια μέρα:

Ηταν μια φορά τρεις φίλοι. Οι δυο ήταν ψεύτες, ενώ ο τρίτος δεν ήξερε να λέει καθόλου ψέματα. Ξεκινήσανε να κάνουνε ένα μακρινό ταξίδι. Αφού περπατήσανε μια ολόκληρη μέρα, νύχτωσε κι ήτανε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Όμως δεν είχανε λεφτά ούτε για να φάνε, ούτε για να πάνε σε κανένα χάνι για να κοιμηθούν.

Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.

Κάτω από τη Γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος, και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής και τον έλεγαν Λάζαρο. Μια μέρα, που μπάλωνε, μαζεύτηκαν πολλές μύγες. Ο Λάζαρος τράβηξε ένα μπάτσο και σκότωσε σαράντα μύγες. Τότε πήγε κι έφτιαξε ένα σπαθί κι έγραψε πάνω του: "Με μια τραβησιά σκότωσα σαράντα ψυχές!". Κι αφού το έφτιαξε το σπαθί, κίνησε και πήγε στην ξενιτιά.

Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και ψάρι δεν έπιανε. Όταν ήρθε η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του: «Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια γυναίκα με τον μονάκριβο γιο της, τον Τζακ. Ήταν πολύ φτωχοί και μια μέρα η γυναίκα δεν είχε τίποτε για να φάνε. Το μόνο που τους απέμενε ήταν μια γριά αγελάδα. Έτσι, η γυναίκα έστειλε τον Τζακ να την πουλήσει στην αγορά.

Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας. Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα. Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς που είχε τρεις γιους και τους αγαπούσε πολύ. Μια μέρα αποφάσισε να δει πόσο τον αγαπούσαν κι εκείνοι. Φώναξε λοιπόν τον καθένα και τον ρώτησε πόσο τον αγαπάει.

"Σ' αγαπώ όσο αγαπώ το χρυσάφι και τα κοσμήματα", είπε ο πρώτος γιος και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.