Όλα τα παραμύθια μας

Δείτε όλα τα παραμύθια μας με χρονολογική σειρά, από το πιο πρόσφατο στο πιο παλιό. Επιλέξτε αυτό που θέλετε να διαβάσετε και απολαύστε το!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.

Κάποτε στο δάσος είχε κηρυχθεί πόλεμος και όλα τα ζώα είχαν βγει σε παράταξη προκειμένου να μοιραστούν στο καθένα αρμοδιότητες και ευθύνες. Το λιοντάρι, ως ο βασιλιάς των ζώων, ήταν εκείνος που ηγούταν στις συζητήσεις.

Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Μια φορά κι έναν καιρό, η Δυσκολούλα ήταν μια χαριτωμένη και γλυκύτατη πριγκίπισσα που είχε όμως ένα ελάττωμα. Ήταν το πιο αναποφάσιστο κορίτσι του κόσμου, Δυσκολευόταν πολύ να αποφασίσει τι ακριβώς προτιμάει, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρεί όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και όλους τους άλλους.

Ηταν μια φορά τρεις φίλοι. Οι δυο ήταν ψεύτες, ενώ ο τρίτος δεν ήξερε να λέει καθόλου ψέματα. Ξεκινήσανε να κάνουνε ένα μακρινό ταξίδι. Αφού περπατήσανε μια ολόκληρη μέρα, νύχτωσε κι ήτανε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Όμως δεν είχανε λεφτά ούτε για να φάνε, ούτε για να πάνε σε κανένα χάνι για να κοιμηθούν.

Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί που τώρα βρίσκεται η Αγγλία, ήταν Χριστούγεννα και μόλις είχε πεθάνει ο βασιλιάς της χώρας, ο οποίος λεγόταν Ουθερ Πέντραγκον. Οι βαρόνοι και οι ιππότες, που μετά το θάνατο του Βασιλιά τσακώνονταν αδιάκοπα μεταξύ τους, μαζεύτηκαν στη μεγάλη εκκλησία του Λονδίνου. Τους είχε καλέσει ο τρανός μάγος Μέρλιν, που κάποτε ήταν ο σύμβουλος του βασιλιά. Κανένας τους όμως δεν ήξερε γιατί τους φώναξε εκεί ούτε τους είπε τίποτα.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πειρατής, κάπως διαφορετικός από τους άλλους πειρατές. Τον έλεγαν Χρυσοδόντη, γιατί είχε ένα δόντι χρυσό που γυάλιζε κάθε φορά που γελούσε. Αυτός ο πειρατής είχε κι ένα ξύλινο πόδι, επειδή έχασε το δικό του σε μια μάχη. Ο Χρυσοδόντης όμως δεν ήταν άγριος πειρατής σαν τους υπόλοιπους και γι' αυτό οι άλλοι πειρατές δεν του μιλούσαν.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας στρατιώτης ο οποίος περπατούσε σε έναν επαρχιακό δρόμο δίνοντας ρυθμό στον εαυτό του: «Εν δυο, εν δυο». Ο στρατιώτης είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο και πήγαινε στο σπίτι του. Στην πλάτη του είχε το σακίδιο του και στη μέση του ζωσμένο ένα σπαθί.

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.