Ο Βασιλιάς Σωτίγρης

Συγγραφέας παραμυθιού

Είχε αρχίσει σιγά σιγά να βραδιάζει και τα ζώα στον ζωολογικό κήπο ετοιμάζονταν να κοιμηθούν. Χιλιάδες επισκέπτες είχαν έρθει για ακόμη μια μέρα προκειμένου να δουν από κοντά τον Χάρη, το λιοντάρι, την Λίλα, τον Γορίλα, τον Λίνο , τον Πιγκουίνο και τα άλλα ζώα του ζωολογικού κήπου. Μετά από λίγη ώρα ο φύλακας κλείδωσε την μεγάλη μεταλλική πόρτα και όλα τα ζώα έπεσαν να κοιμηθούν. Όλα εκτός από ένα.

Ο Σωτήρης, ένας μεγάλος κίτρινος Τίγρης με μαύρες ρίγες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Καθόταν ξαπλωμένος στο χορτάρι του κλουβιού του, κοιτούσε τα αστέρια και μονολογούσε: "Γι’ αυτό γεννήθηκα εγώ, για να είμαι κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους χωρίς να κάνω τίποτα; Εγώ αν ήμουν στην ζούγκλα θα ήμουν Βασιλιάς" έλεγε και αναστέναζε.

- "Το ακούτε όλοι; Εγώ θα ήμουν Βασιλιάς" είπε φωναχτά αυτή τη φορά αδιαφορώντας για το αν θα ξυπνήσουν τα άλλα ζώα.

- "Κοιμήσου Βασιλιά" του φώναξε με αυστηρό ύφος ο Χάρης, ο λιοντάρης "θέλουμε να κοιμηθούμε".

Ο Σωτήρης αναστέναξε για ακόμη μια φορά και τελικά τους άφησε στην ησυχία τους. Ο Σωτήρης είχε γεννηθεί στον ζωολογικό κήπο, όμως πάντα πίστευε ότι ο σκοπός της ζωής του δεν ήταν να είναι κλεισμένος σε ένα κλουβί, αλλά ελεύθερος στην ζούγκλα για να βασιλέψει τα υπόλοιπα ζώα.

Είχε ξημερώσει και ο φύλακας του ζωολογικού κήπου άνοιξε την πύλη. "Άντε παιδιά σηκωθείτε να φάτε πρωινό. Σε μια ώρα θα έρθουν οι πρώτοι επισκέπτες". Οι υπάλληλοι του ζωολογικού κήπου μοίρασαν το πρωινό στα κλουβιά και τα ζώα γρήγορα γρήγορα βγήκαν για να φάνε. Μονάχα ο Σωτήρης δεν είχε βγει , επειδή όλη την νύχτα ονειροπολούσε και μουρμούριζε, με αποτέλεσμα να είναι με μια ώρα ύπνο!

- "Σωτήρη, Σωτήρη έχεις πάθει τίποτα;" φώναξε μετά από μισή ώρα ο φύλακας, αλλά ο Σωτήρης δεν απάντησε. Αγχωμένος ο φύλακας αποφάσισε να ενημερώσει τον διευθυντή ότι κάτι κακό έχει συμβεί στον τίγρη. Πριν όμως τον καλέσει ακούστηκε μια αγουροξυπνημένη φωνή μέσα από το κλουβί: "Τι φαΐ έχει;" . Μετά από λίγο βγήκε ο Σωτήρης με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια (από το ξενύχτι) και με ένα μεγάλο χασμουρητό ξαναρώτησε:

- Τι φαΐ έχει;

- Ελάφι, του απάντησε ο φύλακας και ο Σωτήρης αντέδρασε με ένα "μπλιάχ".

- Πάλι ελάφι; Εγώ αν ήμουν στην ζούγκλα θα ήμουν Βασιλιάς και κάθε μέρα θα έτρωγα αντιλόπες και ζέβρες. Σας βαρέθηκα, είπε με μια κίνηση αγανάκτησης.

Ο φύλακας κούνησε το κεφάλι του και του είπε:

- Κοίτα να μην φας τα μούτρα σου με τα μυαλά που κουβαλάς.

Αλλά ο Σωτήρης δεν φάνηκε καν να δίνει σημασία στα λόγια του.

Άλλη μια μέρα είχε περάσει και ο ήλιος έδινε την θέση του στο ολόγιομο φεγγάρι. Ο Σωτήρης και πάλι μονολογούσε και ονειρευόταν τον εαυτό του Βασιλιά στην ζούγκλα να τρώει ζέβρες και αντιλόπες. "Το ακούτε όλοι; Εγώ θα ήμουν Βασιλιάς" είπε δυνατά για ακόμη μια νύχτα αλλά αυτή τη βραδιά το λιοντάρι δεν του απάντησε. Παραδίπλα είχαν μαζευτεί σιωπηλά ο Χάρης, η Λίλα και ο Λίνος, των οποίων τα κλουβιά ήταν κοντά το ένα με το άλλο. Τα κλουβιά τους όμως γειτονεύαν τόσο μεταξύ τους, όσο και με το κλουβί του Σωτήρη, με αποτέλεσμα να είναι αγανακτισμένοι με την φασαρία που έκανε κάθε βράδυ ο τίγρης. Αποφάσισαν λοιπόν να του κάνουν μια φάρσα, αλλά δεν ήξεραν τι. Τότε ο Χάρης ο λιοντάρης έδωσε την λύση.

- Κάθε μέρα μας ζαλίζει ότι αν ήταν στην ζούγκλα θα ήταν Βασιλιάς. Προτείνω να επινοήσουμε λοιπόν μια ιστορία για έναν μυθικό βασιλιά Τίγρη και να τον πείσουμε ότι είναι απόγονος του.

- Χαχαχαχαχα, γέλασε ο Λίνος και στην συνέχεια αναρωτήθηκε.

- Μα πως ακριβώς θα τον πείσουμε;

Τότε η Λίλα είπε:

- Μια καλή λύση είναι ο μυθικός Βασιλιάς να έχει το ίδιο όνομα με τον Σωτήρη.

- Μα είναι δυνατόν έναν Βασιλιά να τον λένε Σωτήρη; είπε το λιοντάρι και ο Λίνος απάντησε:

- Έχεις δίκιο Χάρη, δεν θα τον ονομάσουμε Σωτήρη, αλλά Σωτίγρη!

- Αυτό είναι, αναφώνησαν χαχανίζοντας τα άλλα δυο ζώα.

- Ο Σωτήρης θα είναι ο απόγονος του θρυλικού Βασιλιά Σωτίγρη!!

- Τι λέτε να φτιάξουμε και έναν χάρτη, ο οποίος θα οδηγεί στο χαμένο στέμμα του βασιλιά Σωτίγρη; είπε γελώντας ο Λίνος.

- Γιατί όχι; Θα έχει τρομερή πλάκα, απάντησε ο Χάρης.

Τα τρία ζώα αποφάσισαν να συναντηθούν την ίδια ώρα την επόμενη ημέρα, προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο τους και στην συνέχεια πήγαν για ύπνο.

Την άλλη μέρα το βράδυ, τα τρία ζώα συναντήθηκαν κρυφά. Έφτιαξαν την ιστορία για τον θρυλικό βασιλιά Σωτίγρη και σχεδίασαν τον χάρτη. Στη συνέχεια ζήτησαν από μια κουκουβάγια, η οποία στεκόταν δίπλα σε ένα δέντρο να μεταφέρει προσεκτικά το χαρτί και να το αφήσει κοντά στο κλουβί του Σωτήρη.

Το πρωί ο Σωτήρης σηκώθηκε όπως πάντα αργοπορημένος κι αφού αρνήθηκε να φάει το χοιρινό που του έδωσαν για πρωινό, τριγυρνούσε μέσα στο κλουβί του. Ξαφνικά είδε μπροστά του ένα περίεργο χαρτί, τυλιγμένο σαν πάπυρο, και του κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον. Το πήρε και το έκρυψε για να το διαβάσει το βράδυ με την ησυχία του, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.

Όλη την ημέρα σκεφτόταν αυτό το χαρτί και όταν τελικά βράδιασε έτρεξε γρήγορα στην φωλιά του. Μόλις το διάβασε ανατρίχιασε. "Είμαι όντως Βασιλιάς. Είμαι ο απόγονος του Βασιλιά Σωτίγρη" είπε με περηφάνια. "Ακόμη και τα ονόματα μας μοιάζουν. Κομμένο λοιπόν το Σωτήρης. Από σήμερα θα είμαι ο Σωτίγρης" είπε και έβαλε σαν στόχο ζωής να βρει το θρυλικό στέμμα για να το φορέσει. Δεν πέρασε στιγμή από το μυαλό του η πιθανότητα αυτό το χαρτί να είναι πλαστό. Για αυτόν ήταν ένα δώρο από την μοίρα, ένα δώρο που ικανοποιούσε την μεγαλομανία και τα όνειρα του.

Το μεγάλο πρόβλημα για να βρει τον θησαυρό όμως ήταν η τοποθεσία του, διότι σύμφωνα με τον χάρτη ο θησαυρός βρισκόταν στην μέση του σκοτεινού δάσους, μισή μέρα δρόμο από τον ζωολογικό κήπο. Λόγω του ότι ο Σωτήρης ήταν κλεισμένος μέσα στον ζωολογικό κήπο, αποφάσισε να αποδράσει..

Την ίδια νύχτα ξεκίνησε, όσο γινόταν πιο σιωπηλά, να σκάβει τούνελ σε ένα σημείο μέσα στην φωλιά του (για να μην φανερωθεί). Έσκαβε για πολλές ώρες και είχε εξουθενωθεί μέχρι που ένοιωσε ότι είχε βγει έξω από τον ζωολογικό κήπο. "Επιτέλους" είπε με ανακούφιση "ελευθερία". Έσκαψε προς τα πάνω και βγήκε από το τούνελ. "Αχ ήταν τόσο εύκολο" είπε με περηφάνια.

Το μέρος στο οποίο είχε βγει ήταν σκοτεινό και αποφάσισε να ρίξει έναν υπνακο, ώστε το ξημέρωμα να ξεκινήσει για την ζούγκλα. Ο ύπνος τον είχε πάρει βαθιά, όμως μετά από κάποιες ώρες ένας περίεργος ήχος άρχισε να του ενοχλεί τα αυτιά.

- "Άτιμα κουνούπια", μουρμούρισε.

- "Φςςς, φςςς, φςςς"

- "Από πότε τα κουνούπια κάνουν φςςς;" αναρωτήθηκε ο Σωτήρης και άνοιξε για λίγο τα μάτια του..

Αυτό που αντίκρισε ήταν ο χειρότερος εφιάλτης του. Ο Σωτήρης δεν είχε βγει έξω από τον ζωολογικό κήπο. Το τούνελ που είχε σκάψει τον οδήγησε στο κλουβί με τα φίδια!! Σηκώθηκε απότομα και το αίμα του στιγμιαία πάγωσε. Ήταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης του τα φίδια, επειδή όταν ήταν μικρός τον είχε δαγκώσει ένα. Χωρίς δεύτερη σκέψη χώθηκε στο τούνελ και έτρεξε γρήγορα στην φωλιά του. Πριν φτάσει γκρέμισε το τούνελ για να σιγουρευτεί ότι δεν θα κινδυνεύσει από τα φίδια.

Μόλις έφτασε τρέχοντας στο κλουβί, άκουσε τον φύλακα να φωνάζει: "παιδιά ξυπνήστε, πρωινό. Σωτήρη ελαφάκι φρέσκο" και ως δια μαγείας ξέχασε τον φόβο του λέγοντας με περιφρόνηση και αλαζονεία: "εγώ δεν ξανατρώω ελάφι, εγώ στην ζούγκλα θα ήμουν Βασιλιάς"..!

Την νύχτα ξαναπροσπάθησε να αποδράσει, όμως και αυτή την φορά απέτυχε , καθώς η τρύπα που άνοιξε τον έβγαλε στην φωλιά των ελεφάντων και εκείνοι τον πήραν στο κυνήγι, επειδή τους ξύπνησε!

"Δεν τα πάω καλά με τις αποδράσεις" μονολόγησε και αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το εναλλακτικό του σχέδιο...

Μέσα στον ζωολογικό κήπο ήταν γνωστό ότι ο Σωτήρης ήταν γκρινιάρης και ενοχλητικός. Αυτό το δεδομένο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει, ως όπλο για την απελευθέρωση του.

Για μια εβδομάδα, συνεχώς, γκρίνιαζε ότι δεν του αρέσει το φαγητό, ότι δεν του αρέσουν οι συνθήκες διαβίωσης (παρόλο που το κλουβί του ήταν τεράστιο) και τα βράδια δεν άφηνε κανένα ζώο να κοιμηθεί από το ατελείωτο μουρμουρητό του. Η αγανάκτηση είχε ξεχειλίσει στον ζωολογικό κήπο και τα ζώα ζητούσαν να φύγει ο Σωτήρης, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής να τον φωνάξει για ακρόαση.

- Σωτήρη γιατί το κάνεις αυτό; ρώτησε ο διευθυντής.

- Κατά αρχάς δεν με λένε Σωτήρη.

- Και πως σε λένε δηλαδή;

- Τι να σου λέω τώρα, δεν θα καταλάβεις. Αλλά τέλος πάντων. Είμαι ο απόγονος του Βασιλιά Σωτίγρη και η μοίρα μου είναι να βρω το χαμένο στέμμα του για να γίνω ο Βασιλιάς της ζούγκλας.

Ο διευθυντής γέλασε αυθόρμητα αλλά αμέσως συγκρατήθηκε.

- Και τι ακριβώς θέλετε μεγαλειότατε; του είπε με σκωπτικό ύφος.

- Θέλω να με αφήσεις να φύγω από εδώ και να πάω στην ζούγκλα για να εκπληρώσω τον σκοπό μου.

Ο Διευθυντής έμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτόταν. Ήξερε ότι δεν ήθελε να τον κρατήσει στον ζωολογικό του κήπο, όπως επίσης ήξερε ότι δεν θα τον δεχθεί κανένας ζωολογικός κήπος. Μετά από μερικά λεπτά σκέψης του απάντησε.

- "Έγινε" είπε μονολεκτικά ο Διευθυντής. "Είσαι ελεύθερος να πας στην ζούγκλα".

Δάκρυα συγκίνησης έλουσαν το πρόσωπο του Σωτήρη, ευχαρίστησε τον Διευθυντή (αλλά δεν του έκανε χειραψία, επειδή ως μελλοντικός Βασιλιάς τον θεώρησε κατώτερο) και κίνησε για να μαζέψει τα πράγματά του. Το σχέδιο του είχε πετύχει. Τώρα ήταν έτοιμος να γίνει αυτό για το οποίο πίστευε ότι είχε γεννηθεί, ο Βασιλιάς της ζούγκλας!

Την άλλη μέρα το πρωί ο Σωτίγρης (πλέον είχε αλλάξει επίσημα το όνομα του) ξύπνησε και ήταν έτοιμος να φύγει από τον ζωολογικό κήπο. Ο Χάρης, η Λίλα και ο Λίνος κοιτούσαν τον Σωτίγρη να βαδίζει καμαρωτός προς την έξοδο και νόμιζαν ότι τον πηγαίνουν σε άλλο ζωολογικό κήπο. Η φάρσα που του είχαν κάνει νόμιζαν ότι δεν έπιασε, επειδή ο Σωτίγρης δεν είχε εκδηλωθεί καθόλου.

Ο Σωτίγρης δεν γύρισε ούτε καν να τους κοιτάξει, απαξιούσε να μιλήσει σε "φυλακισμένους". Καθώς προχωρούσε προς την έξοδο ένοιωθε ήδη Βασιλιάς και έτοιμος να κατακτήσει την ζούγκλα. Μάλιστα ένοιωθε τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση που αρνήθηκε να φάει το τελευταίο του πρωινό στον ζωολογικό κήπο, παρόλο που ήταν το αγαπημένο του, αντιλόπη. "Θα κυνηγήσω 2-3 και θα τις φάω , όταν φτάσω στην ζούγκλα" είπε με μια δόση υπεροψίας.

Το λεωφορείο του ζωολογικού κήπου τον μετέφερε έξω από την ζούγκλα και ο Σωτίγρης πήρε την πρώτη ανάσα ελευθερίας. Προχώρησε μέσα στην ζούγκλα κι αφού χαιρέτησε κάτι μαϊμούδες και κάτι ελέφαντες, ακολούθησε το δρομολόγιο του χάρτη προς τον θησαυρό (το χαμένο στέμμα του θρυλικού Βασιλιά Σωτίγρη!). Σύμφωνα με τον χάρτη (τον οποίο είχε φτιάξει ο Χάρης ο λιοντάρης, ο οποίος είχε ζήσει πριν χρόνια ως ελεύθερο λιοντάρι) ο θησαυρός ήταν στην αρχαία χώρα των Τίγρεων, η οποία είχε ερειπωθεί μετά τον πόλεμο μεταξύ λιονταριών και τίγρεων πριν από 1500 χρόνια. Σύμφωνα με τον χάρτη, το στέμμα ήταν θαμμένο κάτω από ένα αιωνόβιο δέντρο, πίσω από τα συντρίμμια του θρόνου των αρχαίων Τίγρεων Βασιλέων.

Λόγω του ότι δεν γνώριζε τον δρόμο, ο Σωτίγρης ρώτησε κάτι Γορίλες, οι οποίοι του έδειξαν το μονοπάτι. Σκοπός του Σωτίγρη ήταν αφού βρει το στέμμα, να πάει στην νέα χώρα των Τίγρεων και να αναγνωριστεί ως Βασιλιάς των Τίγρεων αλλά και όλης της ζούγκλας.

Βαδίζοντας προς την αρχαία χώρα των Τίγρεων άρχισε να γουργουρίζει η κοιλιά του, ενώ συγχρόνως είδε μια παρέα από αντιλόπες, οι οποίες βοσκούσαν αμέριμνες. "Ώρα να φάω 2-3 αντιλόπες" είπε με αυτοπεποίθηση και άρχισε να τις κυνηγά. Μετά από 2 λεπτά κυνηγιού ο Σωτίγρης σωριάστηκε στο έδαφος. Τα πνευμόνια του είχαν πάρει φωτιά, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και ανάσαινε ακατάπαυστα. Όχι μόνο δεν κατάφερε να πιάσει τις τρεις αντιλόπες, αλλά δεν έπιασε ούτε μία. Η κοιλιά του είχε αρχίσει να γουργουρίζει επικίνδυνα.

Μετά από μισή ώρα σηκώθηκε και είπε "τυχερές ήσασταν, σας χάρισα τη ζωή" προσπαθώντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Συνέχισε τον δρόμο του και συνάντησε κάτι ελάφια. "Εύκολο γεύμα" σκέφτηκε. Αμέσως όρμησε εναντίον τους αλλά και πάλι άρχισε να βαριανασαίνει και τα πόδια του έτρεμαν. Τα ελάφια τον έβλεπαν και γελούσαν.

Ο Σωτίγρης άρχισε να απελπίζεται αλλά δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε τον δρόμο του για να βρει τον χαμένο θησαυρό. Λίγο πριν φτάσει στην αρχαία πόλη των Τίγρεων είδε ένα μισοφαγωμένο κουφάρι ελαφιού. Πλημμυρισμένος από συναισθήματα δεν ήξερε τι να κάνει. Το μυαλό του, του φώναζε να το φάει, ενώ η καρδιά του, του έλεγε πως ένας Βασιλιάς δεν τρώει κουφάρια. Μπροστά σε αυτό το δίλημμα θυμήθηκε το πρωινό γεύμα του ζωολογικού κήπου (την αντιλόπη), το οποίο αρνήθηκε να φάει, και μερικά δάκρυα του βγήκαν ασυναίσθητα.

Μετά από μερικά λεπτά σκέψης μονολόγησε με αποφασιστικότητα "Όχι, όχι , όχι. Ή είμαι Βασιλιάς ή δεν είμαι. Εξάλλου είμαι τόσο κοντά στο στέμμα μου. Σε λίγη ώρα από τώρα όλα τα ζώα της ζούγκλας θα με προσκυνούν και θα μου φέρνουν να φάω ό,τι θέλω".

Παράτησε λοιπόν το μισοφαγωμένο κουφάρι και πεινασμένος όπως ήταν μπήκε στην αρχαία χώρα των Τίγρεων. Ακολούθησε με προσοχή τις οδηγίες του χάρτη και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στο αιωνόβιο δέντρο. Το όμορφο κιτρινόμαυρο τρίχωμά του σηκώθηκε από την συγκίνηση που ένοιωσε και δάκρυα ενθουσιασμού έλουσαν το πρόσωπο του.

"Ήρθε η ώρα να φορέσω το στέμμα μου είπε" και άρχισε να σκάβει. Έσκαβε, έσκαβε, έσκαβε και δεν έβρισκε τίποτα. Άρχισε να απογοητεύεται αλλά αποφάσισε να συνεχίσει.. Μετά από δέκα λεπτά σκαψίματος συνέχισε να μην βρίσκει κάτι. Άρχισε λοιπόν να κλαίει καθώς κατάλαβε ότι όλα του τα όνειρα ήταν ψεύτικα.

Μέχρι που έριξε μια τελευταία νυχιά αγανάκτησης στο χώμα και... το άκουσε. Τα νύχια του γρατζουνήσαν ένα ξύλινο κουτί! Τα δάκρυα απογοήτευσης έγιναν αμέσως δάκρυα ενθουσιασμού. “Το βρήκα. Ήμουν σίγουρος ότι θα το βρω. Ήρθε η ώρα της στέψης μου”..! Άρπαξε το ξύλινο κουτί, με ευλαβικές κινήσεις σιγά σιγά το άνοιξε και οι παλμοί της καρδιάς του ανέβηκαν επικίνδυνα. Σαν άνοιξε το κουτί έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάει για ώρα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο, τα μάτια του ορθάνοιχτα και η καρδιά του έμοιαζε πως πάει να βγει από το σώμα του.

Ξαφνικά ο Σωτίγρης κατέρρευσε. Μέσα στο ξύλινο κουτί δεν υπήρχε το στέμμα που τόσο πολύ ονειρευόταν, αλλά μερικά σάπια κόκαλα ελαφιού που τα είχαν αποθηκεύσει οι παλιές Τίγρεις για ... τις δύσκολες ώρες. Δεν έβγαλε μιλιά ο Σωτίγρης. Σωριασμένος μπροστά στα σαπιοκόκαλα έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε, άδειος από συναισθήματα, άδειος από όνειρα..

Ο Σωτίγρης αποκοιμήθηκε

Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκε και αποφάσισε να πάει να φάει το μισοφαγωμένο ελάφι που είχε αρνηθεί να φάει την προηγούμενη μέρα. Όταν όμως έφτασε στο σημείο είδε δυο ύαινες να τρώνε μέχρι και τα κόκαλα του ελαφιού. Έσκυψε το κεφάλι και δεν έβγαλε μιλιά. Κατάλαβε ότι η αλαζονεία, του είχε στοιχίσει ακριβά. Συγχρόνως, άρχισε να αναπολεί την ζωή του στον ζωολογικό κήπο.

Συνέχισε να περπατά μοναχός μέσα στο δάσος. Για να ξεγελάσει την πείνα του έφαγε μερικά έντομα μια και δεν ήταν ικανός ούτε λαγό να κυνηγήσει! Βάδιζε σκυφτός και σιωπηλός μέχρι που άκουσε να περπατούν κοντά του δυο τίγρεις.

- Καλημέρα αδέρφια τους είπε ο Σωτίγρης.

- Καλημέρα του απάντησαν.

- Ποιος είσαι ξένε; τον ρώτησαν με απορία.

Ο Σωτίγρης κοντοστάθηκε και αποφάσισε να παίξει το τελευταίο του χαρτί, ποντάροντας στην ιστορία του αρχαίου Βασιλιά Σωτίγρη και στο χειρόγραφο που κρατούσε.

- Είμαι ο απόγονος του Βασιλιά Σωτίγρη είπε δείχνοντας το χαρτί που είχε σχεδιάζει ο Χάρης ο λιοντάρης.

- Είμαι ο νόμιμος Βασιλιάς σας είπε με αυστηρό ύφος και πυγμή.

Οι δυο τίγρεις έπεσαν κάτω από τα γέλια και δεν μπορούσαν να σταματήσουν να γελούν.

- Γιατί γελάτε; είπε ο Σωτίγρης.

- Σας διατάζω να σταματήσετε να γελάτε.

Μετά από δυο λεπτά ασταμάτητου γέλιου οι δυο τίγρεις του είπαν:

- Μα είσαι τόσο ανόητος που νόμιζες ότι θα σε πιστέψουμε; Δεν υπάρχει αρχαίος Βασιλιάς Σωτίγρης. Πότε δεν υπήρξε.

- Τι είναι αυτά που λέτε; Έχω το χειρόγραφο του αρχαίου Βασιλιά Σωτίγρη στα χέρια μου, είπε ο Σωτίγρης.

Τότε η μία από τις δύο Τίγρεις έβγαλε ένα βιβλίο ιστορίας με αρχαίους και σύγχρονους Τίγρεις Βασιλιάδες, το οποίο είχε τυχαία πάνω της. Ο αρχαίος Βασιλιάς Σωτίγρης δεν υπήρχε πουθενά.

Τα πόδια του Σωτίγρη κόπηκαν. Είχε πλέον συνειδητοποιήσει ότι όλα του τα όνειρα και οι ελπίδες ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Κοίταξε γύρω του με δακρυσμένα μάτια και είπεμε μια δόση αυτογνωσίας: "δεν με χωράει αυτός ο τόπος. Μάλλον πρέπει να γυρίσω πίσω στο κλουβί μου. Εκεί ανήκω".

Μέχρι το βράδυ είχε φτάσει έξω από τον ζωολογικό κήπο. Η υπέροχη μυρωδιά του ελαφιού, το οποίο σερβίρανε οι υπάλληλοι στα ζώα για βραδινό τον έκανε να ξερογλείφεται. Χτύπησε το κουδούνι και μετά από λίγο ήρθε στην πόρτα ο φύλακας.

- Ποιος είναι;

- Είμαι ο Σωτίγρ...... ο Σωτήρης, αποφάσισα να ξαναγυρίσω στο κλουβί μου είπε ο Σωτήρης.

- Περίμενε απάντησε ο φύλακας.

- Κάνε γρήγορα επειδή πεινάω του, ανταπάντησε με ύφος ο Σωτήρης.

Μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκε ο διευθυντής, άνοιξε το μικρό παραθυράκι της πόρτας και κοίταξε τον Σωτήρη. Τον κοιτούσε από πάνω ως κάτω με ένα ύφος λύπησης και για ένα λεπτό έμειναν τα βλέμματα τους καρφωμένα να κοιτά ο ένας τον άλλο. Ο Σωτήρης κατάλαβε πόσο είχε πέσει στα μάτια του Διευθυντή, αλλά πλέον δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που ονειρευόταν ήταν η ζεστή φωλίτσα του και το φρέσκο ελαφάκι που θα γέμιζε την άδεια κοιλιά του.

- "Λυπάμαι Σωτήρη. Στο κλουβί σου ζει άλλος Τίγρης, δεν μπορώ να σε δεχτώ πίσω", είπε και έκλεισε απότομα το παραθυράκι.

Το αίμα του Σωτήρη πάγωσε. Τα πόδια του όμως δεν κόπηκαν. Στεκόταν όρθιος με το κεφάλι ψηλά. Το βλέμμα του είχε χαμηλώσει, αλλά δεν δάκρυσε. Κατάλαβε ότι τα είχε χάσει όλα. Κατάλαβε ότι η αλαζονεία του τον κατέστρεψε. Κατάλαβε ότι ζητούσε τα πολλά και έχασε τα πάντα.

Παραδομένος στην μοίρα του γύρισε στο δάσος, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του τρώγοντας αποφάγια άλλων ζώων και έντομα.

Η ψυχή του είχε αλλάξει, είχε καταλάβει τα λάθη του, όμως ήταν πια αργά...

- ΤΕΛΟΣ -

Λιγα λόγια για τον συγγραφέα

Ποιος ειναι ο Φώτης Λουκάς;

"Είμαι ενας μάχιμος Αστυνομικός που ασχολείται με την ασφάλεια των πολιτών. Όλα αυτά όμως έξω από το σπίτι, γιατί όταν επιστρέφω στο σπίτι γίνομαι ένας κλασικός χαζομπαμπάς που βγάζει παραμύθια για την όμορφη κόρη του."

Διαβάστε κι άλλες ιστορίες του ίδιου συγγραφέα

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.1 (86 ψήφοι)

Έφη (χωρίς επαλήθευση)

πριν από 3 έτη 2 μήνες

Το παραμύθι αρέσει στον γιο μου κι εκτιμώ τη διάθεση του συγγραφέα να περάσει το μήνυμα κατά της μεγαλομανίας. Παρ'όλα αυτά, ο συγκεκριμένος τίγρης δεν είναι ικανός να επιζήσει στη ζούγκλα γιατί έζησε και μεγάλωσε σε καθεστώς αιχμαλωσίας, κάτι που κανείς μας δεν επικροτεί.