Το ποντίκι, το πουλί και το λουκάνικο

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά κι έναν καιρό, ένα ποντίκι, ένα πουλί κι ένα λουκάνικο έμεναν μαζί στο σπιτικό τους. Το συντηρούσαν όλοι μαζί, αφού ήταν πολύ αγαπημένα, και στο σπιτάκι τους βασίλευε ειρήνη κι ευτυχία αφού ο καθένας έκανε τη δουλειά του.

Η δουλειά του πουλιού ήταν να πετάει κάθε μέρα στο δάσος και να φέρνει στο σπίτι ξύλα. Η ποντικίνα έπρεπε να κουβαλάει νερό από το πηγάδι, να ανάβει τη φωτιά και να ετοιμάζει το τραπέζι. Και το λουκάνικο είχε αναλάβει το μαγείρεμα.

Μα σ’ αυτόν τον κόσμο όποιος περνάει καλά με αυτά που έχει, δεν τα εκτιμά και θέλει να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Έτσι, μια μέρα το πουλάκι συνάντησε κατά τύχη ένα άλλο πουλί στο δάσος, το οποίο κοκορεύτηκε για το πόσο ωραία ζωή έκανε και το κορόιδεψε επειδή δούλευε σκληρά στο δάσος ενώ οι άλλοι δύο φίλοι του απολάμβαναν τη ζεστασιά του σπιτιού.

- Είσαι πολύ κουτός, να κουράζεσαι τόσο πολύ και να κουβαλάς τα ξύλα από το δάσος. Οι άλλοι δύο σε εκμεταλεύονται γιατί κάνουν εύκολες δουλειές στο σπίτι, του είπε.

Σχέδιο από τη έκδοση "The fairy tales of the Brothers Grimm" του 1916 (Doubleday, Page)

Γιατί όταν η ποντικίνα άναβε τη φωτιά κι έβγαζε νερό από το πηγάδι, καθόταν στο σαλόνι ως την ώρα που έπρεπε να ετοιμάσει το τραπέζι. Και το λουκάνικο, που ήταν ο μάγειρας, έπρεπε μόνο να στέκεται κοντά στην κατσαρόλα για να βλέπει το φαγητό να ψήνεται. Όταν έφτανε η ώρα να δειπνήσουν, το λουκάνικο έμπαινε μέσα στην κατσαρόλα, στριφογύριζε λίγο ανάμεσα στα λαχανικά και έτσι το φαγητό γινόταν νόστιμο και έτοιμο για να το απολαύσουν. Έπειτα, ερχόταν το πουλάκι από το δάσος με τα ξύλα. Κάθονταν όλοι στο τραπέζι να φάνε και μετά πήγαιναν στα κρεβάτια τους όπου κοιμόντουσαν ευχαριστημένα ως την άλλη μέρα το πρωί. Ζούσαν μια αληθινά όμορφη ζωή!

Το πουλί, το ποντίκι και το λουκάνικο κάνουν τις δουλειές του σπιτιού (Σχέδιο του Robert Anning Bell από έκδοση της συλλογής του 1912)

Όμως, την επόμενη μέρα, επειδή πίστεψε όσα του είπε ο φίλος του, το πουλάκι αρνήθηκε να πάει στο δάσος να κουβαλήσει ξύλα. Αρκετά είχε γίνει υπηρέτης των άλλων, είπε. Είναι καιρός να αλλάξουν τα πράγματα, να κάνει ο καθένας μια διαφορετική δουλειά για αλλαγή.

Η ποντικίνα και το λουκάνικο προσπάθησαν να το μεταπείσουν, αλλά το πουλάκι ήταν αμετάπειστο. Επειδή ήταν ο αρχηγός του σπιτιού, τους είπε ότι πρέπει να κάνουν μια προσπάθεια τουλάχιστον. Έτσι, έριξαν κλήρο. Το λουκάνικο ανέλαβε την υποχρέωση να πηγαίνει στο δάσος για ξύλα, το ποντικάκι να μαγειρεύει και το πουλάκι να βγάζει νερό από το πηγάδι, να ανάβει τη φωτιά και να στρώνει το τραπέζι.

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα όμως; Το λουκάνικο ξεκίνησε για το δάσος για ξύλα. Το πουλάκι άναψε φωτιά και το ποντικάκι έβαλε πάνω στη φωτιά την κατσαρόλα για το φαγητό. Υστερα περίμεναν και τα δύο να γυρίσει το λουκάνικο στο σπίτι, με τα ξύλα για την άλλη μέρα. Μα το λουκάνικο αργούσε πάρα πολύ να φανεί. Οι άλλοι δύο ανησύχησαν. Σκέφτηκαν πως κάτι κακό θα έπαθε. Γι’ αυτό το πουλάκι πέταξε στο δάσος να δει τι έγινε ο σύντροφός τους.

Λίγο πιο πέρα από το σπιτάκι τους, συνάντησε έναν σκύλο. Ο σκύλος είχε δει το λουκάνικο, το είχε αρπάξει και το έτρωγε το δυστυχισμένο. Το πουλάκι έκανε παράπονα στο σκύλο για τη συμπεριφορά του, μα δεν κατάφερε τίποτε. Ο σκύλος ισχυρίστηκε ότι ήταν δικαίωμα του να φάει το λουκάνικο αφού το βρήκε στο δρόμο και πεινούσε!

Λυπημένο, το πουλάκι μάζεψε τα ξύλα μοναχό του, τα φορτώθηκε και τα πήγε στο σπίτι όπου είπε στην ποντικίνα όλα όσα είδε και άκουσε. Ήταν και τα δύο πολύ στεναχωρημένα, μα αποφάσισαν να πάρουν να μείνουν μαζί και να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Κι έτσι το πουλάκι ετοίμασε το τραπέζι, ενώ το ποντικάκι άρχισε να μαγειρεύει το φαγητό.

Όταν πλησίαζε η ώρα να φάνε, η ποντικίνα πήδηξε μέσα στην κατσαρόλα, όπως συνήθιζε να κάνει το λουκάνικο, για να ανακατέψει και να νοστιμίσει τα λαχανικά. Μα, πριν προλάβει να φτάσει στη μέση του βραστού ζουμιού, έμεινε χωρίς τρίχες και χωρίς δέρμα, και στο τέλος το δύστυχο κάηκε και έχασε τη ζωή του.

Όταν το πουλάκι θέλησε να φάει, δεν έβρισκε πουθενά την μαγείρισα, την ποντικίνα. Άφησε τα ξύλα στο πάτωμα και κοίταξε από δω και από κει, μα το ποντίκι είχε εξαφανιστεί. Επειδή είχε αφήσει απρόσεκτα τα ξύλα στα πάτωμα, αυτά έπιασαν φωτιά και σύντομα όλο το σπίτι καιγόταν. Το πουλάκι έτρεξε να φέρει νερό από το πηγάδι για να σβήσει τη φωτιά. Του ξέφυγε όμως ο κουβάς κι έπεσε μέσα στο πηγάδι, τραβώντας και το πουλάκι μέσα. Προσπάθησε να βγει έξω, αλλά μάταια! Το άμυαλο πουλάκι πνίγηκε στο νερό του πηγαδιού.

- ΤΕΛΟΣ -

Απόδοση κειμένου από το πρωτότυπο παραμύθι των Αδελφών Γκριμ
Εικόνες: www.paidika-paramythia.gr

Λίγα λόγια για το παραμύθι

Οι Αδελφοί Γκριμ περιέλαβαν την ιστορία "The Mouse, the Bird, and the Sausage" (τίτλος στα γερμανικά: Von dem Mäuschen, Vögelchen und der Bratwurst)  στη συλλογή παραμυθιών "Children's and Household Tales" (Kinder-und Hausmärchen) που εξέδωσαν το 1812. Ήταν η ιστορία με αριθμό 23. Με μικρές αλλαγές, το ίδιο παραμύθι δημοσιεύθηκε και στις υπόλοιπες επτά εκδόσεις της συλλογής όσο ζούσαν τα αδέλφια. Το παραμύθι είναι κάπως λυπηρό και δεν έχει ευτυχισμένο τέλος.  Περιλαμβάνει το μοτίβο 85 κατά Aarne-Thompson, στο οποίο όταν τα μέλη μιας οικογένειας αλλάζουν ρόλους, έρχονται καταστροφικά αποτελέσματα. Εδώ ο ποντικός, το πουλί και το λουκάνικο ζούσαν ευτυχισμένα στο σπίτι τους και το καθένα είχε συγκεκριμένα καθήκοντα. Μόλις όμως άλλαξαν ρόλους, τα πράγματα πήγαν πολύ άσχημα...

 

Πληροφορίες
Συλλογή παραμυθιών
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 3.6 (404 ψήφοι)