«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ένας ποιητής κιθαρωδός από τη Λέσβο, ο Αρίων, που δούλευε στην αυλή του βασιλιά της Κορίνθου, έμαθε ότι στη Σικελία θα γινόταν μεγάλος αγώνας μουσικός.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος. Τον συντρόφευαν στο κυνήγι όλοι οι φίλοι του και οι αυλικοί.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια βασίλισσα και ένας βασιλιάς. Αυτοί είχαν μια κορούλα, την Άρτεμη. Μετά από πολύ καιρό, η βασίλισσα και ο βασιλιάς γέρασαν, και άφησαν την κόρη τους βασίλισσα στο παλάτι. Αυτοί πήγαν σε ένα εξοχικό, και έζησαν εκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Σε ένα μικρό, φτωχικό χωριό ζούσε μια οικογένεια χωρικών. Το σπίτι τους μπορεί να ήταν μικρό και παλιό, είχε όμως πάντοτε μια ζεστασιά που προερχόταν από την αγάπη της οικογένειας. Τα αδέρφια ήταν τόσο αγαπημένα κι όλοι στο χωριό ζήλευαν την σχέση τους.
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ήταν μία μαμά κατσίκα η οποία είχε επτά μικρά κατσικάκια. Η κατσίκα αυτή αγαπούσε πολύ τα κατσικάκια της όπως κάθε μητέρα αγαπάει τα παιδάκια της.
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Οι καλικάντζαροι, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε, είναι εκείνα τα τρομακτικά και άσχημα πλάσματα που ζούνε κάτω από τη γη. Μόνη τους έγνοια όλο το χρόνο είναι να πριονίζουν το δέντρο που τη κρατάει. Χρόνια και χρόνια παλεύουν να το κόψουν όμως ποτέ δεν τα καταφέρνουν.
Πίσω απ’ το ιερό στο ολόλευκο εκκλησάκι της Αγια Μαρίνας στην Αμοργό, ένας πεύκος και ένα κυπαρίσσι. Φουντωτό φουντωτό με στιβαρό κορμό το ένα, ψηλόλιγνο με αρχοντική ομορφιά το άλλο. Από τη στιγμή που φύτρωσαν, φύτρωσε και η αγάπη του ενός για το άλλο.
Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί που τώρα βρίσκεται η Αγγλία, ήταν Χριστούγεννα και μόλις είχε πεθάνει ο βασιλιάς της χώρας, ο οποίος λεγόταν Ουθερ Πέντραγκον. Οι βαρόνοι και οι ιππότες, που μετά το θάνατο του Βασιλιά τσακώνονταν αδιάκοπα μεταξύ τους, μαζεύτηκαν στη μεγάλη εκκλησία του Λονδίνου. Τους είχε καλέσει ο τρανός μάγος Μέρλιν, που κάποτε ήταν ο σύμβουλος του βασιλιά. Κανένας τους όμως δεν ήξερε γιατί τους φώναξε εκεί ούτε τους είπε τίποτα.
Γειά σας παιδιά, μικρά και μεγάλα! Είμαι ο Γάιδαρος, έχω αποφασίσει να σας διηγηθώ την Ιστορία μου.
Μια φορά και έναν καιρό, δυο φίλοι βάδιζαν στον ίδιο δρόμο, μέσα από βουνά και κοιλάδες. Παρόλο που βρισκόταν σε άγνωστο μέρος, ο άντρας ένοιωθε ασφαλής γιατί, ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν μπροστά τους.