Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Διονύσης Σαββόπουλος
Δημοφιλή παραμύθια
Ητανε μία φορά πριν χρόνια
ένας καθρέφτης στρογγυλός
σαν κυπαρίσσι ήταν ψηλός
κι όλος πολύ γυαλιστερός
Σ' ένα καφέ αυτός βρισκόταν
σε μία πόλη μακρινή
κι οι άνθρωποι πριν μπούνε μέσα
κοιτάζονταν όλοι εκεί...
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας φτωχός άνθρωπος άφησε τη χώρα του και πήγε μετανάστης σε ξένα μέρη για να βρει δουλειά και να ζήσει. Εκεί μπήκε στην υπηρεσία ενός σοφού ηγουμένου. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, πεθύμησε να δει την οικογένειά και την πατρίδα του.
"Η λιβελούλα και ο βάτραχος" είναι ένα παραμύθι σε βίντεο που συνδυάζει ζωντανή αφήγηση, πρωτότυπο τραγούδι και εικόνες από τη φύση.
Μια φορά και έναν καιρό, ο βασιλιάς της Αθήνας που τον έλεγαν Αιγέα, γυρνούσε από το µαντείο των ∆ελφών, και πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα, και την ερωτεύτηκε. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα.
Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της.
Μια φορά και έναν καιρό ένας Άγιος Βασίλης κόκκινος και στρουμπουλός. Αφού ταξίδεψε και μοίρασε τα δώρα του σε όλα τα παιδιά του κόσμου, ήρθε η ώρα να επιστρέψει πίσω στο σπίτι μαζί με τούς αγαπημένους ταράνδους.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα χωριό κοντά στο δάσος ζούσαν με την οικογένεια τους δυο αδέλφια (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι).
Κοντά στο σπίτι των παιδιών ζούσε άλλη μια οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι. Τα τρία (τα δύο αδέρφια και το κορίτσι που έμενε δίπλα τους) ήταν πολύ καλοί φίλοι κι έκαναν πολύ καλή παρέα.
Σ’ ένα ολόλευκο σοκάκι της Αμοργού, ο κύριος Ζήσης έδινε κάθε βράδυ χαρά σ’ όλους τους περαστικούς και, κυρίως, στα παιδιά. Μπροστά απ’ τα ασβεστωμένα σπίτια με τα μπλε και πράσινα παράθυρα και τις αυλές με τις φούξια μπουκαμβίλιες, έστηνε το μικρό του "μαγαζάκι"!
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα πολύ φτωχό αγόρι που το έλεγαν Πετράκι. Όταν μεγάλωνε θα ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής γιατί: και του άρεσε, και ήταν πολύ καλός σε αυτό. Μάλιστα στον ελεύθερό του χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο με τις φίλες και τους φίλους του, σε έναν μεγάλο, πλατύ δρόμο.