Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.
νάνος
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν σε έναν μεγάλο στάβλο πέντε αγελαδίτσες και ένας ταύρος.
Η Τούλα, η Πούλα, η Ρούλα, η Βούλα και η Σούλα ήταν πέντε όμορφες αγελάδες. Όλες ήταν καφέ, εκτός από την Σούλα, η οποία ήταν ασπρόμαυρη. Μαζί με τις αγελαδίτσες ζούσε και ένας ταύρος που τον έλεγαν Σταύρο.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος με πολλά όμορφα λουλούδια, δέντρα πράσινα πουλιά κάθε λογής ζούσε ένα μικρό αηδόνι μαζί με την οικογένεια του τον λέγανε Ρίκο.
Το αηδόνι ήταν πολύ θλιμμένο. Τα αδέρφια του, οι φίλοι του δεν τον κάνανε παρέα γιατί δεν ήξερε να κελαηδάει όπως τα άλλα πουλιά, και τον κορόιδευαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που το αγαπούσαν όλοι. Πιο πολύ απ' όλους την αγαπούσε η γιαγιά της, αλλά ήταν φτωχή και το μόνο που μπόρεσε να της δώσει ήταν ένα μικρό κόκκινο σκουφάκι από βελούδο. Η μικρή το φορούσε πάντα και της ταίριαζε πολύ, έτσι όλοι τη φώναζαν "η Κοκκινοσκουφίτσα".
Μια φορά και έναν καιρό, ένας φτωχός ξυλοκόπος και η γυναίκα του είχαν επτά γιους. Ομως, κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν μάλιστα γεννήθηκε το έβδομο, δεν ξεπερνούσε το μέγεθος ενός ρεβιθιού και γι' αυτό όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Ακόμα και όταν πέρασε πολύς καιρός, ο Κοντορεβιθούλης παρέμεινε το ίδιο σχεδόν μικρούλης. Ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε όλα τα αδέρφια του στο μυαλό.
Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής και τον έλεγαν Λάζαρο. Μια μέρα, που μπάλωνε, μαζεύτηκαν πολλές μύγες. Ο Λάζαρος τράβηξε ένα μπάτσο και σκότωσε σαράντα μύγες. Τότε πήγε κι έφτιαξε ένα σπαθί κι έγραψε πάνω του: "Με μια τραβησιά σκότωσα σαράντα ψυχές!". Κι αφού το έφτιαξε το σπαθί, κίνησε και πήγε στην ξενιτιά.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας έμπορος ο οποίος είχε τρεις κόρες που τις αγαπούσε περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια μέρα, ο έμπορος έπρεπε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι για να αγοράσει κάποια αγαθά. Προτού φύγει, ρώτησε τις κόρες του αν επιθυμούν να τους φέρει δώρα.
Μια φορά και έναν καιρό, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που είχε τρεις γιους. Τον μικρότερο τον έλεγαν Χαζούλη και όλοι τον περιφρονούσαν και τον κορόιδευαν.