Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος μυλωνάς με τα τρία παιδιά του. Ήρθε ο καιρός και ο μυλωνάς αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του είδαν ότι στο μεγαλύτερο γιο του άφηνε το μύλο του, στο δεύτερο γιό άφηνε τον γάιδαρό του και στον μικρότερο γιό άφηνε… μόνο τον γάτο του!
Παπουτσωμένος γάτος
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα όμορφο μικρό σπιτάκι στην μέση του δάσους ζούσαν τρία γουρουνάκια μαζί με τους γονείς τους , η Πέππα, ο Τζορτζ και ο Τζόνι...
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα και σε ένα μικρό χωριό, ζούσε μια νεαρή κοπέλα που την έλεγαν Ελένη. Η Ελένη ήταν ένα ευγενικό κορίτσι που του άρεσε να περνάει χρόνο στο δάσος, ακούγοντας τα πουλιά και κυνηγώντας τις πεταλούδες. Έμενε με τη μητέρα της σε ένα μικρό εξοχικό στην άκρη του δάσους.
Τσιτσίρισε καθώς οι φλόγες τύλιγαν το καζάνι... Ήταν η κούνια του Σπαρματσέτου. Και από τη ζεστή κούνια βγήκε ένα κερί χωρίς ψεγάδι. Συμπαγές, λαμπερό, λευκό και λεπτό, ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε έκανε όσους το έβλεπαν να πιστεύουν πως υποσχόταν ένα λαμπρό, ακτινοβόλο μέλλον. Και
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα χωριό κοντά στο δάσος ζούσαν με την οικογένεια τους δυο αδέλφια (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι).
Κοντά στο σπίτι των παιδιών ζούσε άλλη μια οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι. Τα τρία (τα δύο αδέρφια και το κορίτσι που έμενε δίπλα τους) ήταν πολύ καλοί φίλοι κι έκαναν πολύ καλή παρέα.
Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι που όπως ξέρουμε είναι ο βασιλιάς των ζώων – αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί.
Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο.
Το μοναδικό φως που έσπαγε το σκοτάδι του δωματίου ήταν εκείνο της σόμπας που έκαιγε κάθε βράδυ. Κυριαρχούσε απόλυτη σιωπή. Κανείς δε μιλούσε, ήταν η ώρα της ημέρας που όλοι ηρεμούσαν. Την απόλυτη αυτή ηρεμία χαλούσε κάποιες στιγμές ένα ελαφρύ ροχαλητό της μικρής Ρόζας. Η Ρόζα ήταν το μικρό, νεοφερμένο σκυλάκι στο σπίτι της οικογένειας.
Ένα ποντικάκι μία φορά προσπαθούσε να ξεφύγει από τα νύχια μίας γάτας η οποία το κυνηγούσε για ώρα και κρύφτηκε μέσα στην τρύπα ενός τοίχου. Η γάτα άρχισε τότε να σκαρφίζεται διάφορους τρόπους για να το βγάλει έξω.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό στην Αφρική ζούσε ένας εργατικός χωρικός που τον έλεγαν Μαχμαντού. Μια μέρα ο Μαχμαντού πήγε να δει το χωράφι του δίπλα στο ποτάμι, που είχε φυτέψει φιστίκια… Έκπληκτος ανακάλυψε πώς έλειπε ένα μεγάλο μέρος από τη σοδειά του.