Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί που τώρα βρίσκεται η Αγγλία, ήταν Χριστούγεννα και μόλις είχε πεθάνει ο βασιλιάς της χώρας, ο οποίος λεγόταν Ουθερ Πέντραγκον. Οι βαρόνοι και οι ιππότες, που μετά το θάνατο του Βασιλιά τσακώνονταν αδιάκοπα μεταξύ τους, μαζεύτηκαν στη μεγάλη εκκλησία του Λονδίνου. Τους είχε καλέσει ο τρανός μάγος Μέρλιν, που κάποτε ήταν ο σύμβουλος του βασιλιά. Κανένας τους όμως δεν ήξερε γιατί τους φώναξε εκεί ούτε τους είπε τίποτα.
σπαθί
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια πτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Δούλευαν όλοι σκληρά για να ζήσουν, αλλά η ζωή στην εξοχή ήταν δύσκολη. Ήσαν άκληροι και αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν, όμως και οι άλλοι χωριανοί ήσαν το ίδιο πτωχοί και δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν καθώς το χωριό είχε άγονη και κακοτράχαλη γη. Παρ’ όλη την φτώχεια τους, ήσαν άνθρωποι καλοί Χριστιανοί και υπέμεναν με υπομονή τα πάνδεινα με την προσευχή στο στόμα τους και την καλοσύνη στην καρδιά τους. Ζούσαν ενάρετο βίο σύμφωνα με τις καταβολές του Χριστού, καταβολές τα οποίες δίδασκαν στα παιδιά τους, που τις άκουαν υπάκουα και με ευλάβεια.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα ποντίκι, ένα πουλί κι ένα λουκάνικο έμεναν μαζί στο σπιτικό τους. Το συντηρούσαν όλοι μαζί, αφού ήταν πολύ αγαπημένα, και στο σπιτάκι τους βασίλευε ειρήνη κι ευτυχία αφού ο καθένας έκανε τη δουλειά του.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι πολύ λαίμαργο. Έτρωγε, έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσο πολύ η κοιλιά του, που δεν μπορούσε να κάνει ρούπι* από τη θέση του!
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.
Οι καλικάντζαροι, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε, είναι εκείνα τα τρομακτικά και άσχημα πλάσματα που ζούνε κάτω από τη γη. Μόνη τους έγνοια όλο το χρόνο είναι να πριονίζουν το δέντρο που τη κρατάει. Χρόνια και χρόνια παλεύουν να το κόψουν όμως ποτέ δεν τα καταφέρνουν.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε ένα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοηθήσουν να διασχίσει μια έκταση έρημη.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια.
Το μεσημέρι που η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκαναν μια στάση.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα βασίλειο που ήταν χτισμένο πάνω σε ένα μικρό νησί μακριά στην απέραντη θάλασσα ζούσε μια όμορφη πριγκίπισσα.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια όμορφη χώρα, την Όνειροχώρα, εκεί που ζουν νεράιδες, ξωτικά, εκεί που ανθίζουν λουλούδια, δέντρα μαγικά και τα φύλλα τους είναι στολισμένα από χρυσόσκονη, ζούσε και ένα μικρό χαριτωμένο σκανδαλιάρικο ξωτικό που τον έλεγαν Ζαχαρένιο. Είχε μεγάλα αυτιά και ξεχώριζε από τα άλλα ξωτικά για το δυνατό του γέλιο. Αν προχωρούσες λίγο παρακάτω θα έβλεπες και το σπίτι του που ήταν μικρό και όμορφο χωμένο μέσα στα δέντρα.
Ένας λύκος κάποτε, καραδοκούσε έξω από κοπάδια με σκοπό να αρπάξει ένα προβατάκι και να το φάει.
Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Ελατοφωλιά δύο πολύ αγαπημένα αδερφάκια, ο Μενέλαος και η Χλόη.
Ο Μενέλαος είχε μαύρα μαλλιά και ματάκια στο χρώμα του μελιού και η Χλόη είχε καστανά μαλλάκια, μάτια πράσινα και ροδοκόκκινα μάγουλα που θύμιζαν ζουμερές φράουλες.