«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν όμορφο κήπο με λαχανικά ζούσε ένα μικρό σαλιγκάρι. Όπως όλα τα σαλιγκάρια αγαπούσε τη βροχή. Μόλις σταματούσε να βρέχει, τσουπ, αμέσως έβγαινε βόλτα. Το μικρό μας σαλιγκάρι ήταν και πολύ περίεργο. Ήθελε συνέχεια να μαθαίνει καινούρια πράγματα.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πολύ μακρινό δάσος ήταν μια μικρή αρκουδίτσα που την έλεγαν Μπέτυ. Ζούσε με τους γονείς της σε μια μεγάλη πολύχρωμη σπηλιά.
Μια φορά και έναν καιρό, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, η Αλίκη καθόταν στον κήπο με την αδερφή της. Διάβαζε ένα βιβλίο, αλλά βαριόταν πολύ!
Τότε, είδε ένα μικρό άσπρο κουνέλι με ροζ μάτια να τρέχει μπροστά της. Η Αλίκη αποφάσισε να αφήσει την αδερφή της και να το ακολουθήσει.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα που επιθυμούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Κάποια μέρα και αφού είχε περάσει πολύς καιρός, η βασίλισσα πήγε για μπάνιο στην λίμνη.
Μια φορά και ένα καιρό, έξω από ένα μεγάλο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος τόσο φτωχός, που με δυσκολία εξασφάλιζε κάθε μέρα λίγο ψωμί για τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, τον Χάνσελ και την Γκρέτελ.
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ήταν μία μαμά κατσίκα η οποία είχε επτά μικρά κατσικάκια. Η κατσίκα αυτή αγαπούσε πολύ τα κατσικάκια της όπως κάθε μητέρα αγαπάει τα παιδάκια της.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε πολλές όμορφες κόρες. Η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, που ακόμη και ο ήλιος αναρωτιόταν κάθε φορά που της φώτιζε το πρόσωπο.
Έφτασε εκείνη η εποχή του χρόνου. Σακιά ξέχειλα ζάχαρη άχνη στοιβάζονται πλάι σε καβουρντισμένα αμύγδαλα, έτοιμα να σκεπάσουν μοσχοβολιστούς κουραμπιέδες, αμέσως μόλις κρυώσουν. Καρύδια περιμένουν να στολίσουν αφράτα μελομακάρονα. Ήσυχα-ήσυχα τα μελομακάρονα περιμένουν τη σειρά τους για να βουτήξουν στο μέλι.
Ηταν μια φορά τρεις φίλοι. Οι δυο ήταν ψεύτες, ενώ ο τρίτος δεν ήξερε να λέει καθόλου ψέματα. Ξεκινήσανε να κάνουνε ένα μακρινό ταξίδι. Αφού περπατήσανε μια ολόκληρη μέρα, νύχτωσε κι ήτανε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Όμως δεν είχανε λεφτά ούτε για να φάνε, ούτε για να πάνε σε κανένα χάνι για να κοιμηθούν.
Κάποτε στο δάσος είχε κηρυχθεί πόλεμος και όλα τα ζώα είχαν βγει σε παράταξη προκειμένου να μοιραστούν στο καθένα αρμοδιότητες και ευθύνες. Το λιοντάρι, ως ο βασιλιάς των ζώων, ήταν εκείνος που ηγούταν στις συζητήσεις.