Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς που είχε μια πολύ όμορφη κόρη. Η βασιλοπούλα αυτή ήταν τόσο πεντάμορφη που καμιά δεν μπορούσε να την παραβγεί στην ομορφιά. Ήταν όμως και τόσο περήφανη που κανέναν απ’ όσους έρχονταν στο παλάτι και ζητούσαν να την παντρευτούν δεν τον θεωρούσε άξιό της. Τους έδιωχνε όλους και πολλές φορές τους περιφρονούσε και τους κορόιδευε άσχημα.
Κλασικά παραμύθια
Κλασικά παραμύθια για μικρούς και μεγάλους
Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο.
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας πολύ γκρινιάρης αυτοκράτορας που όλη τη μέρα ασχολούνταν με το ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα τα χρήματα του βασιλείου του για να αγοράζει καινούρια και να είναι ντυμένος στην εντέλεια.
Σημαντική σημείωση: Το συγκεκριμένο παραμύθι των αδελφών Γκριμ αποδίδεται όπως ακριβώς στο πρωτότυπο, και έχει περιγραφές βίας που μπορεί να μην είναι κατάλληλες για πολύ μικρά παιδιά.
Μια φορά και έναν καιρό, η γυναίκα ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου αρρώστησε βαριά. Και όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της, φώναξε κοντά τη μοναχοκόρη της και της είπε:
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που είχε τρεις γιους. Τον μικρότερο τον έλεγαν Χαζούλη και όλοι τον περιφρονούσαν και τον κορόιδευαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας φτωχός ξυλοκόπος και η γυναίκα του είχαν επτά γιους. Ομως, κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν μάλιστα γεννήθηκε το έβδομο, δεν ξεπερνούσε το μέγεθος ενός ρεβιθιού και γι' αυτό όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε δώδεκα κόρες, τη μια ωραιότερη από την άλλη. Κοιμόντουσαν όλες μαζί στο ίδιο μεγαλόπρεπο δωμάτιο και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τη νύχτα, όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, ο βασιλιάς κλείδωνε την πόρτα και την αμπάρωνε. Το πρωί όμως, όταν την ξεκλείδωνε, κάθε φορά έβλεπε κάτι πολύ παράξενο. Τα παπούτσια που φορούσαν οι πριγκίπισσες ήταν όλα σκισμένα και χαλασμένα σα να χόρευαν όλη νύχτα! Κανένας δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πώς γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας πολύ φτωχός αγρότης. Τα βράδια στο σπίτι του άναβε το τζάκι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε ένα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοηθήσουν να διασχίσει μια έκταση έρημη.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια.
Το μεσημέρι που η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκαναν μια στάση.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα που ήθελαν πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Επιτέλους μετά από πολύ καιρό, η γυναίκα έμεινε έγκυος και περίμενε να φέρει στον κόσμο ένα μωράκι.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε μια γυναίκα με τον μονάκριβο γιο της, τον Τζακ. Ήταν πολύ φτωχοί και μια μέρα η γυναίκα δεν είχε τίποτε για να φάνε. Το μόνο που τους απέμενε ήταν μια γριά αγελάδα. Έτσι, η γυναίκα έστειλε τον Τζακ να την πουλήσει στην αγορά.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν 25 στρατιωτάκια, όλα φτιαγμένα στο ίδιο καλούπι από μια παλιά μολυβένια κουτάλα. Ο τεχνίτης τα είχε ζωγραφίσει πολύ όμορφα! Είχε κάνει κόκκινες τις στολές τους και μαύρα τα παντελόνια τους και πράσινα τα καπελάκια τους με ένα κόκκινο φτερό.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος μυλωνάς με τα τρία παιδιά του. Ήρθε ο καιρός και ο μυλωνάς αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του είδαν ότι στο μεγαλύτερο γιο του άφηνε το μύλο του, στο δεύτερο γιό άφηνε τον γάιδαρό του και στον μικρότερο γιό άφηνε… μόνο τον γάτο του!
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο. Όμως καθώς κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ήταν μία μαμά κατσίκα η οποία είχε επτά μικρά κατσικάκια. Η κατσίκα αυτή αγαπούσε πολύ τα κατσικάκια της όπως κάθε μητέρα αγαπάει τα παιδάκια της.
Μια φορά και έναν καιρό, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, η Αλίκη καθόταν στον κήπο με την αδερφή της. Διάβαζε ένα βιβλίο, αλλά βαριόταν πολύ!
Τότε, είδε ένα μικρό άσπρο κουνέλι με ροζ μάτια να τρέχει μπροστά της. Η Αλίκη αποφάσισε να αφήσει την αδερφή της και να το ακολουθήσει.
Μια φορά και ένα καιρό, έξω από ένα μεγάλο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος τόσο φτωχός, που με δυσκολία εξασφάλιζε κάθε μέρα λίγο ψωμί για τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, τον Χάνσελ και την Γκρέτελ.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε πολλές όμορφες κόρες. Η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, που ακόμη και ο ήλιος αναρωτιόταν κάθε φορά που της φώτιζε το πρόσωπο.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό που λεγόταν Φρυγία, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Μίδα ο οποίος φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του.
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ήταν μία μαμά κατσίκα η οποία είχε επτά μικρά κατσικάκια. Η κατσίκα αυτή αγαπούσε πολύ τα κατσικάκια της όπως κάθε μητέρα αγαπάει τα παιδάκια της.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε δώδεκα κόρες, τη μια ωραιότερη από την άλλη. Κοιμόντουσαν όλες μαζί στο ίδιο μεγαλόπρεπο δωμάτιο και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τη νύχτα, όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, ο βασιλιάς κλείδωνε την πόρτα και την αμπάρωνε. Το πρωί όμως, όταν την ξεκλείδωνε, κάθε φορά έβλεπε κάτι πολύ παράξενο. Τα παπούτσια που φορούσαν οι πριγκίπισσες ήταν όλα σκισμένα και χαλασμένα σα να χόρευαν όλη νύχτα! Κανένας δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πώς γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.
Mια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φαντασμένος κόρακας που νόμιζε ότι ειναι ξύπνιος και όμορφος. Μια μέρα, ο κόρακας της ιστορίας μας βρήκε ένα κομμάτι τυρί, το άρπαξε και κάθισε στο κλαδί μιας ελιάς να το φάει με την ησυχία του.
Ακούστε την Κάρμεν Ρουγγέρη και την Ελένη Ζιώγα, με την μουσική του Στέφανου Βαρελά, να διαβάζουν το πρώτο μέρος του γνωστού παραμυθιού «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» των Αδελφών Γκριμ.
Η Πεντάμορφη και το Τέρας είναι ένα κλασικό παραμύθι, για τη δύναμη της αληθινής αγάπης, η οποία είναι ικανή να μεταμορφώσει και το πιο φοβερό τέρας.
Μια φορα και ένα καιρό ήταν πολλές αμοιβάδες. Η καθεμία αμοιβάδα ήταν ξεχωριστή. Η κάθε αμοιβάδα έφτιαχνε τα δικά της έργα και έκανε κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο. Όλες οι αμοιβάδες ήταν χαρούμενες και δημιουργικές. Ωστόσο, μια μέρα μια αμοιβάδα αποφάσισε να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Δεν της άρεσαν τα πολύχρωμα χρώματα της χαράς. Τη νευρίαζε το πρωτότυπο και το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να κάνει τις υπόλοιπες αμοιβάδες όμοιες μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να τις βουτήξει μέσα στη ρουτίνα και στη δυστυχία, χωρίς να υπάρχει δημιουργία και ελευθερία έκφρασης.
Μια φορά και ένα καιρό, κάπου στο βυθό της θάλασσας ζούσε μια όμορφη γοργόνα με ξανθά μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια και χρυσαφένια ουρά. Η γοργονίτσα κολυμπούσε όλη την ημέρα μόνο κοντά στο σπίτι της επειδή η μαμά της δεν την άφηνε να πηγαίνει μακριά μόνη της γιατί ήταν επικίνδυνα.
- Ο καιρός αλλάζει πρέπει να αρχίσουμε προετοιμασίες για το μεγάλο ταξίδι. Έχω λίγο άγχος θα είναι η πρώτη φορά να ηγηθώ όλου του μεγάλου πληθυσμού των χελιδονιών από Αφρική στα καλοκαιρινά μέρη της Ευρώπης.
Πίσω απ’ το ιερό στο ολόλευκο εκκλησάκι της Αγια Μαρίνας στην Αμοργό, ένας πεύκος και ένα κυπαρίσσι. Φουντωτό φουντωτό με στιβαρό κορμό το ένα, ψηλόλιγνο με αρχοντική ομορφιά το άλλο. Από τη στιγμή που φύτρωσαν, φύτρωσε και η αγάπη του ενός για το άλλο.
Μια φορά και έναν καιρό, στο βασίλειο της Λάσπης, σ’έναν ψηλό πύργο, ζούσε ο Φαφλατάκος, ο δράκος. Ήταν μικροσκοπικός, λαίμαργος και παχουλός, και δεν έμοιαζε σε τίποτα με έναν τρομακτικό δράκοντα.