Ελλάδα

Κάποτε υπήρχε ένα παζλ σ' ένα δωμάτιο παιδικό έστεκε εκεί στα ράφια του μόνο του για πολύ καιρό ποτέ του δεν το έβγαζε να παίξει το παιδί καθώς ένα κομμάτι του είχε πια αλλαχθεί.

Αφιερωμένο στη μαθήτριά μου που αγαπά την άμμο

Η Αλισιάνα, ήταν πάρα πολύ χαρούμενη, πήγε ήταν επιτέλους διακοπές… Ύστερα από έναν πολύ δύσκολο και χειμώνα, με βαρετά και δύσκολα μαθήματα…Τώρα, θα ήταν μόνο αυτή και η θάλασσα, χωρίς έγνοια καμιά στο κεφάλι της.

Κάποτε υπήρχαν κάτι νότες, τυπωμένες σε ένα πεντάγραμμο, ενός βιβλίου, που σχημάτιζαν μία μελωδία για παιδιά.

Βαριόταν ο Παραμυθούλης ολομόναχος όλη μέρα στο ράφι πάνω από το κρεβάτι, να κάθεται και να καταπίνει όλη τη σκόνη που η Σοφούλα απορροφημένη όλη μέρα από τα διαβάσματα κι άλλοτε από τα παιχνίδια, άφηνε συχνά να μαζεύεται στα ράφια κι άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει για να σμίξει με τη παρέα του τα άλλα παραμύθια, να παίζει και να περνάει καλά,

Μια ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, μια μικρή - μικρούτσικη Νεραϊδούλα βρήκε ένα παπουτσάκι μιας κούκλας. Ήταν ένα ωραίο μικρό παπουτσάκι πέτσινο και γαλάζιο σαν τον ουρανό. 

"Πόσο χρήσιμο είναι αυτό το κουκλοπάπουτσο! σκέφτηκε η Νεραϊδούλα. Μπορεί να χρησιμεύσει για κούνια ενός μικρού σαλιγκαριού ακόμα και βάρκα ενός μικρού ψαριού". 

Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.

Υπήρχε κάποτε ψηλά στον ουρανό ένα αστέρι. Γύρω του είχε και άλλα πολλά αστέρια που καμάρωναν για την αρχοντιά τους, στέκονταν λαμπερά, όλο περηφάνια που οι άνθρωποι τα θαύμαζαν και εύχονταν για την τύχη τους συνέχεια σε αυτά. Θεωρούσαν πως στο χέρι τους είχαν τη μοίρα των ανθρώπων. Όμως, ένα αστέρι απ αυτά ήταν ξεχωριστό.

Έναν καιρό και μία φορά, κάπου στα αστέρια εκεί κοντά, ζούσε ένα σύννεφο μικρό, που όλο καθόταν μοναχό. Το μικρό σύννεφο, παρατηρούσε τα υπόλοιπα στον ουρανό, που ήταν ενωμένα και μαζί, ενώ αυτό ήταν μονάχο του.

Κάποτε σε μία ντουλάπα, όπως μπορεί να συμβαίνει σε πολλές ντουλάπες στον κόσμο, κάθονταν ένα καλοστημένο, μοσχομυριστό, ακριβό, σιδερωμένο, απαλό, γυαλιστερό, μακρύ και συννεφί φόρεμα. Ήταν το πιο όμορφο φόρεμα σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη.

Μια φορά και έναν καιρό ένας Άγιος Βασίλης κόκκινος και στρουμπουλός. Αφού ταξίδεψε και μοίρασε τα δώρα του σε όλα τα παιδιά του κόσμου, ήρθε η ώρα να επιστρέψει πίσω στο σπίτι μαζί με τούς αγαπημένους ταράνδους.

Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...

- ”Μαμά μαμά τι δώρο θα μου φέρει φέτος ο Άγιος Βασίλης;” ρώτησε η Μαρία επίμονα.

- “Φέτος αγάπη μου εξαιτίας της πανδημίας ο Άι Βασίλης δεν θα καταφέρει να στείλει τα δώρα του στα παιδάκια”.

- “Δηλαδή κανένας δεν θα πάρει δώρο φέτος”; ρώτησε θλιμμένη.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε, ένα φτωχό, μα καλό κι αγαπημένο αντρόγυνο. Είχαν ένα ξύλινο σπιτάκι κοντά στο μεγάλο δάσος, κι επειδή ήταν πολύ φτωχοί, ο άντρας πήγαινε κι έκοβε ξύλα κι η γυναίκα του έπλεκε κάλτσες, τα πουλούσαν και ζούσαν φτωχικά, μα πάντα αγαπημένα.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν στο χωριό. Ο Άγιος Βασίλης είχες τόσες πολλές δουλειές που δεν είχε χρόνο ούτε να κοιμηθεί. Αμέτρητες παιδικές επιθυμίες που έπρεπε να εκπληρωθούν. Πήρε ένα φλιτζάνι τσάι και έκατσε στο γραφείο του. Άνοιξε το συρτάρι και έπιασε τον σκονισμένο χάρτη. Ένα χρόνο είχε να τον δει. Πήρε το κόκκινο μολύβι του και άρχισε αμέσως να σημειώνει τα σπίτια που θα επισκεπτόταν το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Είχε τόση δουλειά που σίγουρα θα τον έπαιρνε το βράδυ.

«Άραγε, ποιος να μένει σε αυτό το μανιταρόσπιτο;», ρωτάνε τα σύννεφα. «Μα φυσικά, ποιος άλλος; Ο Χέρμαν!», απαντάει ο ήλιος. «Και ποιος είναι ο Χέρμαν;», ρωτάνε ξανά τα σύννεφα. «Δεν ξέρετε τον Χέρμαν; Ελάτε να σας τον γνωρίσω!», λέει ο ήλιος.

Μια φορά και έναν καιρό στον πλανήτη του Εμείς, υπήρχε ένα μεγάλο και ισχυρό βασίλειο, το βασίλειο του Εγώ. Ο βασιλιάς Εγωισμός και η βασίλισσα Ελπίδα διοικούσαν πολλά χρόνια, ήταν αυστηροί αλλά δίκαιοι με το λαό τους που τους υπάκουγε πιστά και έτσι δημιούργησαν ένα δυνατό βασίλειο.

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα ήσυχο χωριό ζούσε η Βανέσσα, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι με κατάξανθα μαλλιά και ροδαλά μάγουλα. Περνούσε τη ζωή της πλάι στον παππού και την γιαγιά της, που την αγαπούσαν όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα πελώριο κάστρο βαθιά μέσα στο δάσος στο οποίο ζούσε ένας γιγάντιος και τρομερός δράκος. Ο δράκος αυτός ήταν πολύ τυχερός καθώς είχε μπόλικο φαγητό και μια στέγη πάνω από το κεφάλι του για να ζήσει ευτυχισμένα κάθε του ημέρα.

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή ζούγκλα, ζούσανε πολλά ζωάκια. Δύο από αυτά ήταν το λιοντάρι και η αρκούδα που ήταν πολύ καλοί φίλοι. Οι δύο τους έκαναν παρέα για όλη την ώρα και ήταν αχώριστοι.

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος με πολλά όμορφα λουλούδια, δέντρα πράσινα πουλιά κάθε λογής ζούσε ένα μικρό αηδόνι μαζί με την οικογένεια του τον λέγανε Ρίκο.

Το αηδόνι ήταν πολύ θλιμμένο. Τα αδέρφια του, οι φίλοι του δεν τον κάνανε παρέα γιατί δεν ήξερε να κελαηδάει όπως τα άλλα πουλιά, και τον κορόιδευαν.