Μια φορά κι έναν καιρό, εκεί που τώρα βρίσκεται η Αγγλία, ήταν Χριστούγεννα και μόλις είχε πεθάνει ο βασιλιάς της χώρας, ο οποίος λεγόταν Ουθερ Πέντραγκον. Οι βαρόνοι και οι ιππότες, που μετά το θάνατο του Βασιλιά τσακώνονταν αδιάκοπα μεταξύ τους, μαζεύτηκαν στη μεγάλη εκκλησία του Λονδίνου. Τους είχε καλέσει ο τρανός μάγος Μέρλιν, που κάποτε ήταν ο σύμβουλος του βασιλιά. Κανένας τους όμως δεν ήξερε γιατί τους φώναξε εκεί ούτε τους είπε τίποτα.
Ο Θάνατος του Αρθούρου
Δημοφιλή παραμύθια
Ενας άντρας και μια γυναίκα που δεν είχαν παιδιά, προσεύχονταν καθημερινά. Θα έδιναν μέχρι και τη ζωή τους για να αποκτήσουν ένα παιδάκι. Κάποια στιγμή, η ευχή τους πραγματοποιήθηκε. Όταν έφτασε η ώρα, όμως, το νεογέννητο που ήρθε στη ζωή τους προς έκπληξη τους ήταν ένας θηλυκός βάτραχος!
Μια φορά κι έναν καιρό, μαζευτήκανε 40 Γιάννηδες, που όλοι μαζί δεν είχανε ενός κοκκόρου γνώση...
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας φτωχός άνθρωπος άφησε τη χώρα του και πήγε μετανάστης σε ξένα μέρη για να βρει δουλειά και να ζήσει. Εκεί μπήκε στην υπηρεσία ενός σοφού ηγουμένου. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, πεθύμησε να δει την οικογένειά και την πατρίδα του.
Ήταν ένας άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που ανάθρεψε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε πέτρινες και φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός μόνος του με παρέα και βοηθό την γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι, και μεγάλωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του Θεού όλα τα παιδιά τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από νωρίς έως βραδύς, και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος μυλωνάς με τα τρία παιδιά του. Ήρθε ο καιρός και ο μυλωνάς αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του είδαν ότι στο μεγαλύτερο γιο του άφηνε το μύλο του, στο δεύτερο γιό άφηνε τον γάιδαρό του και στον μικρότερο γιό άφηνε… μόνο τον γάτο του!
Μια φορά και έναν καιρό, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, η Αλίκη καθόταν στον κήπο με την αδερφή της. Διάβαζε ένα βιβλίο, αλλά βαριόταν πολύ!
Τότε, είδε ένα μικρό άσπρο κουνέλι με ροζ μάτια να τρέχει μπροστά της. Η Αλίκη αποφάσισε να αφήσει την αδερφή της και να το ακολουθήσει.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού μια χελώνα, που είχε έναν μεγάλο καημό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν δύο αδέρφια. Η Γαριφαλιά και ο Δημήτρης. Αυτά τα δύο αδέρφια φαινόταν με μια ματιά ότι ήταν δίδυμα. Δυστυχώς, δεν είχαν καθόλου φίλους γιατί όλοι τους περνούσαν για τρελούς, λόγο της φαντασίας τους. Ήταν 8 χρονών και δεν ξέρω άλλα παιδιά που να ήταν τόσο μα τόσο περιπετειώδη.
Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει και η μικρή Αριστέα ακόμη περίμενε υπομονετικά το δώρο της από τον Άγιο Βασίλη. Μέχρι στιγμής, της είχε φέρει κούκλες, επιτραπέζια και πολλά καινούρια ρούχα. Όμως, εκείνο που ήθελε πραγματικά, η κρυφή ευχή της δεν είχε πραγματοποιηθεί.
Σε μία πόλη που έμοιαζε με παραμύθι, κατοικούσε μία πριγκίπισσα η οποία έχαιρε της εκτίμησης όλων των κατοίκων για την καλή και ζεστή της καρδιά. Ήταν πάντοτε γλυκιά και ευγενική με όλους, δίχως ίχνος κακίας και αποστροφής για κανέναν άνθρωπο.