Ο Φιλαράκος

Σ’ ένα όμορφο κτήμα, δίπλα στη θάλασσα, ήταν φυτεμένες εδώ και πολλά χρόνια δυο ελιές, η Έλι και η Λία. Τις είχαν φυτέψει στην άκρη του κτήματος μακριά από το σπίτι κι από όλα τα υπόλοιπα δέντρα. Ακόμη κι ο δρόμος ήταν από την άλλη πλευρά. Ούτε έβλεπαν ούτε άκουγαν κανέναν εκεί που τις είχαν βάλει.

- Ευτυχώς που έχουμε η μία την άλλη και κάνουμε συντροφιά. Αλλιώς, θα μας είχε φάει η μοναξιά.

- Είσαι με τα καλά σου; Μπορεί να σε φάει η μοναξιά; Αρκούδα είναι;

- Αρκούδα δεν είναι αλλά να σε φάει μπορεί. Αν έχεις όμως ένα φίλο πλάι σου ούτε που σε πλησιάζει.

- Καλά που είμαστε παρέα δηλαδή.

- Αυτό σου λέω.

Κάθε πρωί ερχόταν τα πουλιά, καθόταν στα κλαδιά τους και τσιρ- τσιρ τους έλεγαν τα νέα. Έτσι μαθαίνανε τι συμβαίνει στο κτήμα αλλά και σε όλη την γύρω περιοχή. Άλλος κανείς δεν περνούσε από ‘κει.

Καμιά φορά μόνο, ο Φιλαράκος, το σκυλί της οικογένειας που είχε έρθει τελευταία στο κτήμα, ερχόταν κατά ‘κει, αλλά κι αυτός ή που θα κυνηγούσε καμιά πεταλούδα ή που θα έτρεχε να γαβγίσει σε κανένα αυτοκίνητο. Ποτέ δεν κάθισε να μιλήσουν, να τους πει ποιος τον έφερε, πως τα περνάει, αν είναι ευχαριστημένος. Φυσικά αυτό δεν εμπόδισε την Έλι και τη Λία να πάρουν τις πληροφορίες τους και να μάθουνε τα πάντα για το Φιλαράκο.

«Μα να μην ξέρουμε ποιος μένει δίπλα μας;  - Δεν είναι σωστό αυτό.» έλεγε η μια στην άλλη για να δικαιολογήσουν την περιέργειά τους.

H Έλι και η Λία.

Ο Φιλαράκος είχε έρθει πριν μερικούς μήνες στο κτήμα. Τον είχε φέρει ο κυρ–Παντελής για να παίζουν τα εγγόνια του, όταν έρχονται για διακοπές, αλλά και για να φυλάει το κτήμα όταν λείπουν το χειμώνα. Το σπουργίτι, ο Σταχτής, που είχε πιάσει μια μέρα κουβέντα μαζί του, είχε μάθει τα πάντα γι’ αυτόν και κυρίως ότι ήταν πολύ χαρούμενος που απέκτησε επιτέλους σπίτι και οικογένεια.

Γεννήθηκε στο δρόμο, είπε στον Σταχτή. Τη μανούλα του δεν τη γνώρισε ποτέ. Τριγυρνούσε μόνος και πεινασμένος. Τα ποδαράκια του ήταν τόσο αδύναμα που με δυσκολία τον κρατούσαν όρθιο.

Μέχρι που βρέθηκε κάποιος και τον μάζεψε απ’ το δρόμο. Τον έβαλε σ’ ένα ζεστό κλουβί και τον τάισε. Κάθε μέρα ερχόταν, του έδινε φαγητό και νερό, του χάιδευε το κεφαλάκι για λίγο κι έπειτα έφευγε. Πήγαινε να φροντίσει και τ’ άλλα ζώα που ήταν κι αυτά σε κλουβιά όπως ο ίδιος. Ο Φιλαράκος, χαιρόταν βέβαια που δεν γουργούριζε πια η κοιλίτσα του από την πείνα αλλά ένιωθε τόσο μόνος και καμιά φορά κλαψούριζε με παράπονο. Όταν εμφανίστηκε ο κυρ-Παντελής, τον πήρε στην αγκαλιά του και φύγανε μαζί για το σπίτι, η χαρά του δε λεγότανε.

Τα παιδιά και τα εγγόνια του κυρ-Παντελή που είχαν έρθει για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, υποδέχτηκαν τον Φιλαράκο μ’ ενθουσιασμό. Όλοι τον φώναζαν κοντά τους για να τον χαϊδέψουν κι ο Φιλαράκος έτρεχε απ’ τον ένα στον άλλο ξετρελαμένος απ’ τη χαρά του. Κουνούσε την ουρίτσα του κι έγλυφε ότι προλάβαινε, παπούτσια, χέρια, μύτες, μάγουλα, κι όλοι γελούσαν με τα καμώματα του.

Κάθε μέρα, παίζανε μαζί του, τον βγάζανε βόλτα, τον χαϊδεύανε. Τι άλλο να ήθελε ο Φιλαράκος για να είναι ευτυχισμένος; Καμιά φορά τον παίρνανε και στη θάλασσα όταν πήγαιναν για μπάνιο. Το νερό, όπως εξομολογήθηκε στο σπουργίτι το Σταχτή, δεν του άρεσε και πολύ αλλά για το χατίρι τους έμπαινε κι έκανε πως χαίρεται. Με την πρώτη ευκαιρία όμως που δεν τον κοιτούσαν κολυμπούσε γρήγορα έξω και τίναζε το τρίχωμα του να στεγνώσει. Προτιμούσε το παιχνίδι στη ζεστή και μαλακή άμμο κι ας χωνόταν καμιά φορά στη μουσούδα του και τον έκανε να φταρνίζεται με τις ώρες. Τα παιδιά γελούσαν όταν φταρνιζόταν κι ο Φιλαράκος χαιρόταν κι αυτός μαζί τους.

Μέρα νύχτα, ακοίμητος φρουρός ο Φιλαράκος, γάβγιζε σε όποιον πλησίαζε το κτήμα. Τους γείτονες μόνο σταμάτησε να γαβγίζει γιατί κατάλαβε από τα πολλά σουτ που του έλεγε ο κυρ-Παντελής ότι αυτό δεν τους άρεσε καθόλου. Ο καημένος ο Φιλαράκος ήθελε να κάνει μόνο ότι άρεσε στη «οικογένεια» του γιατί τους αγαπούσε πολύ και ήθελε να είναι ευχαριστημένοι μαζί του.

Έτσι η Έλι και η Λία είχαν μάθει τα πάντα για τον Φιλαράκο.

Μια μέρα που κοντοστάθηκε για λίγο πρόλαβαν και του έπιασαν κουβέντα.

- Ώστε εσύ είσαι ο Φιλαράκος.

- Ναι, εγώ. Εσείς ποιες είστε;

- Εγώ είμαι η Λία κι από ‘δω η Έλι.

- Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Εγώ ξέρετε μένω εδώ στο κτήμα. Με υιοθέτησε η οικογένεια που μένει εδώ και είμαι κι εγώ τώρα μέλος της.

- Το ξέρουμε. Μας τα είπε όλα το σπουργίτι ο Σταχτής.

- Α ναι, είναι φίλος μου, γνωριστήκαμε όταν πρωτοήρθα.

- Λοιπόν για πες μας, σ’ αρέσει εδώ;

- Αν μ’ αρέσει λέει. Η οικογένεια μου είναι πολύ καλοί άνθρωποι και μ’ αγαπάνε πολύ. Κι εγώ τους αγαπώ και κάνω ότι μπορώ για να τους το δείχνω. Τους κάνω χαρές όταν τους βλέπω, τρίβομαι στα πόδια τους, κουνάω την ουρά μου. Πιο πολύ απ’ όλα όμως τους αρέσει όταν γαβγίζω τους ξένους. Τότε έρχονται, μου χαϊδεύουν το κεφάλι και μου λένε: «μπράβο, καλό σκυλί» κι εγώ χαίρομαι ακόμη περισσότερο.

Από τότε που γνωριστήκανε, ο χαρωπός Φιλαράκος, έτσι τον έλεγε η Λία, ερχόταν κάθε μέρα να τους καλημερίσει και να τους φέρει νέα από το σπίτι. Οι κουτσομπόλες είχαν έτσι πλήρη ενημέρωση για το τι συμβαίνει στο κτήμα.

Ένα βροχερό πρωινό όμως ήρθε αναστατωμένος.

- Έφυγαν όλοι και δεν με πήραν μαζί.

- Καλά μην κάνεις έτσι, θα ξανάρθουν, του είπαν.

Η Έλι και η Λία κοίταξαν τα γκρίζα σύννεφα στον ουρανό κι ύστερα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και δεν είπαν τίποτε άλλο.

Οι μέρες περνούσαν και κανένας δεν ερχόταν, παρά μόνο ο γείτονας για να του βάλει νερό και φαγητό. Ο Φιλαράκος, κάθε φορά που άκουγε την εξώπορτα ν’ ανοίγει, έτρεχε με λαχτάρα και κάθε φορά έφευγε απογοητευμένος. Μαράζωνε μέρα με τη μέρα, του έλειπε η οικογένεια του και δεν καταλάβαινε γιατί τον άφησαν μόνο. Η Έλι και η Λία προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν αλλά όταν έφευγε έλεγαν μεταξύ τους.

Η μοναξιά είναι άγριο πράγμα.

Αχ κυρ- Παντελή ο Φιλαράκος πιο πολύ απ’ το νερό και την τροφή που φρόντισες να έχει, χρειάζεται το χάδι σας για να ζήσει κι εσείς τον αφήσατε μόνο του να σας φυλάει το σπίτι.

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο-Εικόνες: Έλενα Ρώμπη

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Συγγραφέας παραμυθιού
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.4 (103 ψήφοι)