Μα είναι άσχημη!

Σ’ ένα παλιό, ερειπωμένο σπίτι, ζούσε μια αραχνούλα μαζί με ολόκληρη την οικογένεια της. Γονείς αδέλφια παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέλφια, θείοι, θείες, δευτεροξαδέλφια, τριτοξαδέλφια κοντινοί και μακρινοί συγγενείς ζούσαν όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Κανείς δεν τους ενοχλούσε και κανέναν δεν ενοχλούσαν. Κάθε μέρα έπλεκαν τους ιστούς τους, κουβεντιάζανε και πότε πότε κουτσομπολεύανε ο ένας τον άλλον για να περνάει ευχάριστα η ώρα τους. Έτσι ήρεμα και όμορφα κυλούσε η ζωή για όλους.

Για όλους;

Για όλους εκτός από την αραχνούλα μας που τον τελευταίο καιρό φερόταν κάπως περίεργα. Πολλές φορές αντί να πλέκει, όπως έκαναν όλοι, καθόταν στο παράθυρο και κοίταζε το δρόμο και τα διπλανά σπίτια. Μια ξαδέλφη της, μια μέρα που την είδε να κάθεται πάλι στο παράθυρο, τη ρώτησε τι έχει και κάθεται έτσι αντί να πλέκει.

- «Δεν έχω τίποτα» της απάντησε. «Απλώς να… κοίταζα εκεί το απέναντι σπίτι και σκεφτόμουν πώς να είναι οι άνθρωποι που ζουν μέσα».

- «Και τι σε νοιάζει πως είναι οι άνθρωποι;» πετάχτηκε επάνω ταραγμένη η εξαδέλφη. «Όλοι ξέρουμε πως δεν είναι καθόλου καλοί και δεν πρέπει να τους πλησιάζουμε γιατί είναι επικίνδυνοι».

- «Και από πού το ξέρουμε;»

- «Δεν έχεις ακούσει που το λένε όλοι; Να, εγώ το άκουσα από μια θεία μας που το συζητούσε με τις αδελφές της».

- «Και πως ξέρει η θεία μας ότι δεν είναι καλοί οι άνθρωποι αφού κι εκείνη όπως κι εμείς δεν έχει βγει ποτέ από ‘δω μέσα;» ξαναρώτησε η αραχνούλα με πείσμα.

- «Απ’ ότι την άκουσα να λέει, της το είπε ο ξάδελφος της που και σ’ αυτόν το είπε με τη σειρά του ο παππούς του. Και μη με ρωτήσεις πως το ήξερε ο παππούς του γιατί δεν ξέρω να σου πω. Αλλά μάλλον κι αυτός θα το είχε μάθει από κάποιον άλλον. Αυτά είναι γνωστά στην οικογένεια μας από χρόνια και τα σεβόμαστε χωρίς να ρωτάμε από πού τα ξέρουμε».

- «Μα…» τόλμησε να πει η αραχνούλα, αλλά η ξαδέλφη φέρνοντας και τα δύο μπροστινά της πόδια στο στόμα της, της έκανε νόημα να σωπάσει και της είπε αυστηρά:

- «Δεν έχει μα και ξεμά. Έτσι είναι και σταματά να ρωτάς». Κι έφυγε για να πάει να συνεχίσει τον ιστό της, χωρίς ν’ αφήσει περιθώριο για παραπάνω συζήτηση.

Η αραχνούλα, προβληματισμένη, ξανακοίταξε από το παράθυρο και είδε στο αντικρινό σπίτι ένα κοριτσάκι που κοίταζε κι εκείνο έξω από το δικό του παράθυρο. Το κοίταξε καλά – καλά για αρκετή ώρα και στο τέλος είπε με ψιθυριστή φωνή μη τύχει και την ακούσουν «δε μου φαίνεται κακό ούτε επικίνδυνο αυτό το κοριτσάκι» και συνέχισε να το κοιτάζει μέχρι που εκείνο έφυγε από το παράθυρο. Πρέπει να μάθω περισσότερα για τους ανθρώπους. Να καταλάβω γιατί λένε ότι είναι επικίνδυνοι. Εμένα μου φαίνονται συμπαθητικοί. Διαφορετικοί από εμάς σίγουρα, αλλά συμπαθητικοί, κατέληξε η αραχνούλα μετά από αρκετή σκέψη.

Την άλλη μέρα αποφάσισε να ρωτήσει μια από τις μεγαλύτερες αδελφές της τι γνώμη έχει για τους ανθρώπους. Η αδελφή της, που προσπαθούσε εδώ και ώρα να ολοκληρώσει ένα δύσκολο σημείο του ιστού της, κόντεψε να χάσει την ισορροπία της και να χαλάσει το έργο της, μόλις άκουσε την ερώτηση.

- «Για τους ανθρώπους;» τη ρώτησε και την κοίταξε ίσια στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει από πού της είχε έρθει να ρωτήσει κάτι τέτοιο «Και τι δουλειά έχεις εσύ με τους ανθρώπους; Δεν ξέρεις ότι είναι πολύ επικίνδυνοι;» και την κοίταξε καλά – καλά και με τα οκτώ της μάτια.

Η αραχνούλα, μαζεύοντας όλο της το θάρρος, την ξαναρώτησε:

- «Και γιατί είναι επικίνδυνοι; Από πού το ξέρεις; Γνώρισες ποτέ κανέναν;»

- «Δεν γνώρισα κι ούτε θέλω να γνωρίσω. Όλοι λένε ότι είναι κακοί κι επικίνδυνοι, γιατί να θέλω να γνωρίσω κάποιον;»

Η αραχνούλα όμως ήταν αποφασισμένη να μάθει και συνέχισε να ρωτάει.

- «Ναι, αλλά γιατί είναι επικίνδυνοι; Τι κακό κάνουν;»

Η αδελφή της, θυμωμένη την κοίταξε για λίγο αλλά μη έχοντας κάποια απάντηση ξαναγύρισε στον ιστό της λέγοντας:

- «Πήγαινε να ρωτήσεις κανέναν άλλον. Εγώ έχω δουλειά να κάνω, δεν μπορώ ν’ ασχολούμαι με τις ανόητες ερωτήσεις σου για τους ανθρώπους»

Η αραχνούλα έφυγε απογοητευμένη. Όμως δεν θα τα παρατούσε έτσι εύκολα. Τις επόμενες μέρες ρώτησε όσους περισσότερους μπορούσε, μικρούς και μεγάλους, οι απαντήσεις όμως που πήρε ήταν λίγο πολύ ίδιες. «Οι άνθρωποι είναι κακοί κι επικίνδυνοι κι αυτό το ξέρουμε από παλιά και δεν χρειάζεται να ρωτάμε περισσότερα».

Η μαμά της, αγανακτισμένη από τις ερωτήσεις της για τους ανθρώπους της είπε μια μέρα:

- «Γιατί δεν πλέκεις έναν ιστό όπως κάνουμε όλες εμείς οι αράχνες να περάσει η ώρα σου αντί να ρωτάς δεξιά κι αριστερά για τους ανθρώπους; Τι σε νοιάζει στο κάτω – κάτω πως είναι οι άνθρωποι; Μήπως σκέφτεσαι να τους επισκεφτείς;» και γέλασε με το αστείο της.

Η αραχνούλα μας όμως δεν το βρήκε και τόσο αστείο. Κι αν αυτή είναι η λύση στο πρόβλημα μου; σκέφτηκε. Αν πήγαινα να τους παρατηρήσω από κοντά; Ίσως έτσι να μάθαινα περισσότερα γι’ αυτούς. Η ιδέα της, της φάνηκε αρκετά καλή στην αρχή, μετά όμως … κι αν είναι πραγματικά κακοί;

Τις επόμενες μέρες συνέχισε να κάθεται στο παράθυρο και να παρατηρεί τους ανθρώπους να περνάνε στο δρόμο, να κάθονται στις αυλές τους να μιλάνε και να γελάνε μεταξύ τους. Δε μου φαίνονται κακοί, σκεφτότανε και πάλι. Στο τέλος, μια μέρα πήρε την απόφαση της. Με την πρώτη ευκαιρία θα πάω στο κοριτσάκι να το δω από κοντά.

Ένα πρωί, που ήταν όλοι απασχολημένοι με το πλέξιμο των ιστών τους, η αραχνούλα βρήκε την ευκαιρία να το σκάσει και ξεκίνησε το ταξίδι της.

Το κατέβασμα ήταν εύκολο. Μόλις έφτασε κάτω, στάθηκε κολλημένη στον τοίχο απ’ όπου είχε κατεβεί και κοίταξε γύρω της. Τίποτα δεν κουνιόταν. Κανένας κίνδυνος, σκέφτηκε ανακουφισμένη κι άρχισε αμέσως να σκαρφαλώνει και να ξανακατεβαίνει χόρτα πέτρες κι ότι άλλο συναντούσε στο δρόμο της. Όταν βρέθηκε μπροστά σε μια συστάδα θάμνων, ανέβηκε επάνω, και πλέκοντας ιστό όταν χρειαζότανε πέρασε με ευκολία από τον έναν θάμνο στον άλλον.

Φτάνοντας στον τελευταίο κοντοστάθηκε και κοίταξε προς τον στόχο της. Λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν ο τοίχος του σπιτιού που πήγαινε. Εκεί ψηλά, στο δεύτερο παράθυρο, πρέπει να είναι το κοριτσάκι, είπε μέσα της και αφού ξεκουράστηκε λίγο ξεκίνησε για το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού της.

Μόλις έφτασε στο παράθυρο, ανέβηκε στο περβάζι κι από εκεί βρέθηκε πίσω απ’ το τζάμι. Κοίταξε μέσα. Κανείς. Δεν πειράζει θα περιμένω. Στο μεταξύ ας ψάξω για καμιά τρύπα να μπω μέσα στο δωμάτιο, κι άρχισε να περπατάει γύρω – γύρω στο παράθυρο. Δυστυχώς όμως για εκείνη δεν βρήκε ούτε μια τόση δα σχισμάδα για να μπορέσει να χωθεί μέσα. Δεν πειράζει, είπε και πάλι, θα περιμένω εδώ να έρθει το κοριτσάκι και βολεύτηκε όσο καλύτερα μπορούσε. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Δεν ήταν το κοριτσάκι. Ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος και βλέποντας τον από κοντά η αραχνούλα τρόμαξε κι έτρεξε να κρυφτεί. Στο μυαλό της ήρθαν όλα αυτά που έλεγαν για τους ανθρώπους κι άρχισε να φοβάται πραγματικά. Γρήγορα όμως συνήλθε και θυμήθηκε ποιος ήταν ο λόγος που είχε φτάσει μέχρι εδώ. Έπρεπε να μάθει αν πραγματικά ήταν επικίνδυνοι οι άνθρωποι. Θα έμενε λοιπόν στη θέση της και θα παρατηρούσε.

Κάποια στιγμή ο άνθρωπος που είχε μπει στο δωμάτιο άνοιξε το παράθυρο κι αμέσως μετά έφυγε. Τότε η αραχνούλα βρήκε την ευκαιρία και γρήγορα-γρήγορα τρύπωσε μέσα. Ανέβηκε πάνω σε μια ντουλάπα και περίμενε. Σε λίγο, φάνηκε το κοριτσάκι. Κάθισε στο γραφειάκι του κι άρχισε να ζωγραφίζει.

Το κοριτσάκι κάθισε στο γραφειάκι του κι άρχισε να ζωγραφίζει. (Εικόνα: Έλενα Ρώμπη)

Η αραχνούλα χάρηκε όταν το είδε κι αφού το παρατήρησε λίγη ώρα από μακριά αποφάσισε να πλησιάσει. Προχώρησε στο ταβάνι κι από εκεί, όταν έφτασε πάνω από το γραφείο της μικρής, άρχισε να κατεβαίνει κρεμασμένη από τον ιστό της. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή όταν ακούμπησε απαλά πάνω στη ζωγραφιά. Το κοριτσάκι, που ήταν απορροφημένο σ’ αυτό που έκανε, δεν την είδε αμέσως. Η αραχνούλα άρχισε να πλησιάζει διστακτικά και τότε… έγινε το κακό. Μόλις την είδε το κοριτσάκι, πετάχτηκε επάνω κι άρχισε να τσιρίζει.

Το επόμενο λεπτό η μαμά της όρμησε στο δωμάτιο αλαφιασμένη να δει τι συμβαίνει. Το κοριτσάκι της έδειξε κλαίγοντας την αραχνούλα που κι αυτή με τη σειρά της έτρεμε κοκκαλωμένη από το φόβο ψάχνοντας έναν τρόπο να φύγει από εκεί. Η μαμά βλέποντας την αραχνούλα ανάσανε ανακουφισμένη. Αγκάλιασε το κοριτσάκι της και προσπάθησε να το ηρεμήσει.

- «Αυτή η αραχνούλα σε τρόμαξε καρδούλα μου;» της είπε στοργικά.

- «Ννναι» είπε το κοριτσάκι με αναφιλητά. «Ήρθε, πάνω μου την ώρα που ζωγράφιζα».

- «Δεν ήρθε επάνω σου, ήρθε δίπλα σου» την διόρθωσε η μαμά.

- «Ναι αλλά με τρόμαξε πολύ» συνέχισε το κοριτσάκι παραπονιάρικα.

- «Γιατί σε τρόμαξε; Είναι τόσο μικρή που δεν μπορεί να σου κάνει κακό». Το κοριτσάκι κοίταξε την αραχνούλα καλύτερα και πρόσθεσε: «Ναι αλλά είναι άσχημη και δεν τη θέλω δίπλα μου».

- «Άρα λοιπόν δεν τη φοβάσαι, αφού εσύ είσαι πιο μεγάλη και πιο δυνατή από εκείνη. Μάλλον εκείνη σε φοβάται».

Το κοριτσάκι που δεν το είχε σκεφτεί έτσι ως τώρα, πήρε θάρρος και πλησίασε λίγο πιο κοντά.

- «Όμως είναι άσχημη» ξαναείπε.

- «Και είναι αυτός λόγος για να χαλάς τον κόσμο και να τρομάζεις και την καημένη την αραχνούλα;»

- «Τρόμαξε; Αλήθεια;»

- «Εσύ δεν θα τρόμαζες αν έβλεπες ξαφνικά κάποιον που είναι πολύ πιο μεγάλος από εσένα να ουρλιάζει και να χοροπηδάει δίπλα σου;» της απάντησε και ταυτόχρονα μιμήθηκε τις κινήσεις που έκανε η μικρή πριν από λίγο. Το κοριτσάκι έβαλε τότε τα γέλια και είδε την αραχνούλα με άλλα μάτια.

Η μαμά της την αγκάλιασε και της είπε,  «η καημένη η αραχνούλα πόσο θα ήθελε να έχει κι αυτή εδώ τη μαμά της να την αγκαλιάσει και να της πει να μη φοβάται».

Το κοριτσάκι γύρισε, κοίταξε την μαμά της όλο απορία, και ρώτησε:

- «Έχει κι αυτή μαμά όπως εγώ;»

- «Και βέβαια έχει. Και μαμά και μπαμπά και αδέλφια ακριβώς όπως κι εσύ».

- «Και που είναι η μαμά της;» ρώτησε και κοίταξε γύρω της ψάχνοντας να τη βρει.

- «Δεν ξέρω που είναι τώρα η μαμά της αλλά σίγουρα την αγαπάει πολύ και δεν θέλει ένα παλαβούτσικο κοριτσάκι να τρομάζει το παιδάκι της με τσιρίδες. Έτσι δεν είναι; » και της έπιασε παιχνιδιάρικα τη μυτούλα.

Το κοριτσάκι χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφαλάκι του νιώθοντας κάπως ντροπιασμένο για τη φασαρία που είχε κάνει για μια τόση δα αραχνούλα. Την κοίταξε καλά – καλά από πιο κοντά τώρα και είπε γυρνώντας στη μαμά της:

- «Όμως είναι ασχημούλα».

Η μαμά της γέλασε και παίρνοντας την στην αγκαλιά της, της είπε:

- «Ασχημούλα τη βλέπεις εσύ, όμως μπορεί ανάμεσα στις άλλες αραχνούλες να είναι η πιο όμορφη. Ίσως μάλιστα στα αραχνοκαλλιστεία να έχει βγει Μις Αράχνη»

- «Έχουνε και καλλιστεία οι αράχνες;» ρώτησε το κοριτσάκι γουρλώνοντας τα μάτια του.

Η μαμά της τότε παραδέχτηκε γελώντας ότι δεν ήξερε αν έχουν καλλιστεία, οι αράχνες. Αυτό όμως που ήξερε σίγουρα, ήταν πως το ποιος είναι όμορφος και ποιος άσχημος είναι διαφορετικό για τον καθένα και σίγουρα δεν είναι αυτό που θα μας κάνει ν’ αποφασίσουμε αν κάποιος είναι καλός ή κακός και αν τον θέλουμε για φίλο μας ή όχι.

- «Θα πρέπει να τον γνωρίσουμε πρώτα. Τι λες, να φέρω τον υπολογιστή μου να μάθουμε για τις αράχνες;»

Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά και η μαμά βγήκε από το δωμάτιο.

Μαμά και κόρη, δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να βρουν ένα σωρό πληροφορίες για τις αράχνες κάθε είδους.

- «Είναι πάρα πολλές» είπε το κοριτσάκι έκπληκτο.

- «Και όλες είναι πάρα πολύ χρήσιμες για εμάς τους ανθρώπους» συμπλήρωσε η μαμά.

- «Και πως είναι χρήσιμες; Μας κάνουν δουλειές;»

- «Αν με τις δουλειές εννοείς το πλύσιμο των πιάτων ή το μάζεμα των παιχνιδιών, τότε σου απαντώ πως όχι, αυτά είναι δικές μας δουλειές. Όμως κάνουν κάτι πολύ πιο χρήσιμο και σημαντικό. Τρώνε ένα σωρό έντομα που είναι βλαβερά για μας».

- «Τρώνε έντομα; Αηδία. Μπλιάχ!» έκανε η μικρή σουφρώνοντας αηδιασμένη το πρόσωπο της.

- «Ακριβώς! Αηδία για μας, λιχουδιά γι’ αυτές. Κι αν δεν υπήρχαν οι αράχνες θα έπρεπε να βρούμε τρόπο ν’ αντιμετωπίσουμε μόνοι μας όλα αυτά τα έντομα»

- «Και αυτή που είναι στο δωμάτιο μου τρώει βλαβερά έντομα;»

- «Και βέβαια τρώει. Γι’ αυτό θα πρέπει να τη θεωρείς φίλη σου κι όχι να τη φοβάσαι».

Το κοριτσάκι τα σκέφτηκε όλα αυτά για λίγο και μετά είπε:

- «Εντάξει δε θα τη φοβάμαι από δω και πέρα αλλά δεν μπορεί να είναι και φίλη μου όπως η Άννα».

- «Σύμφωνοι» είπε γελώντας η μαμά «δεν θα είναι φίλη σου όπως η Άννα. Αρκεί να την αφήνεις στην ησυχία της να κάνει τη δουλειά της και να μη χαλάς τον κόσμο όταν την βλέπεις. Το υπόσχεσαι;»

- «Ναι το υπόσχομαι μαμά» κι αφού σκέφτηκε λίγο πρόσθεσε ενθουσιασμένη «και θα πω στην Άννα και στ’ άλλα παιδιά στο σχολείο ότι οι αράχνες είναι καλές και χρήσιμες».

- «Μπράβο σου! Έτσι να κάνεις».

Ύστερα, το κοριτσάκι γύρισε, κοίταξε την αραχνούλα που τόση ώρα δεν είχε κουνηθεί απ’ τη θέση της και της είπε:

- «Είσαι λίγο ασχημούλα αλλά από δω και πέρα δεν θα σε φοβάμαι ούτε θα σε τρομάζω» κι έβαλε το χεράκι της πάνω στο στήθος για να δείξει ότι θα κρατήσει τον λόγο της. Η μαμά της χαμογέλασε και την πήρε να πάνε για φαγητό.

Η αραχνούλα μόλις έμεινε μόνη στο δωμάτιο έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί. Η αλήθεια ήταν πως το κοριτσάκι την τρόμαξε πολύ όταν πετάχτηκε επάνω και άρχισε να κουνάει τα χέρια του. Φοβήθηκε πως θα της κάνει κακό και πως τελικά είχαν δίκιο όσοι της έλεγαν ότι οι άνθρωποι είναι κακοί κι επικίνδυνοι. Όμως μετά, το κοριτσάκι ηρέμησε κι άρχισε να την κοιτάζει μ’ έναν τρόπο που δεν της προκαλούσε κανένα φόβο ούτε φυσικά έκανε κάτι για να την βλάψει. Μόνο την κοίταζε, όπως κοίταζε κι εκείνη το κοριτσάκι, με περιέργεια.

Ασφαλής και ήρεμη η αραχνούλα μας στην κρυψώνα της, κάθισε και σκέφτηκε όλα όσα είχαν γίνει σήμερα και κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι δεν είναι κακοί όπως της έλεγαν. Διαφορετικοί σίγουρα και λίγο παλαβούτσικοι αλλά όχι κακοί. Ίσως βέβαια να υπάρχουν και κακοί άνθρωποι όπως υπάρχουν και κακές αράχνες, σκεφτόταν, αλλά δεν είναι όλοι το ίδιο. Όταν γύριζε στο σπίτι, θα διηγούνταν σε όλους όσα έζησε σήμερα και θα καταλάβαιναν πως δεν είχαν δίκιο για όσα έλεγαν για τους ανθρώπους. Τελικά έκανα πολύ καλά που ήρθα να διαπιστώσω μόνη μου τι συμβαίνει, και αυτή τη συμβουλή θα δώσω και στους φίλους μου. Να μη δέχονται και να μη μεταδίδουν και στους άλλους ότι τους λένε χωρίς να το εξετάσουν πρώτα.

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο-Εικονογράφηση: Έλενα Ρώμπη

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Συγγραφέας παραμυθιού
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.6 (104 ψήφοι)