«Μπρρ! Μανούλα μου κρύο που κάνει!» μουρμούρισε τουρτουρίζοντας ένα ποντικάκι.
Μέρες τώρα τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, ψάχνοντας να τρυπώσει κάπου για να ζεσταθεί.
«Τι μέρος είναι αυτό; Όλο μπετόν και άσφαλτο. Δε μπορούσε να έχει λίγο χωματάκι να σκάψω να χωθώ μέσα; Ή κανένα αχυρώνα να κουρνιάσω στο ζεστό χόρτο;»
Η σκέψη του αχυρώνα, του έφερε δάκρυα στα μάτια. Θυμήθηκε το σπίτι του, την οικογένεια του και τη ζεστή φωλίτσα του.
«Αχ σπίτι μου σπιτάκι που να είσαι άραγε; Πώς να σε βρω που χάθηκα και δεν ξέρω πώς να γυρίσω πίσω»
Δεν πάει πολύς καιρός που βρέθηκε χωρίς να το θέλει, στην πόλη. Όσο κι αν το σκεφτόταν, δεν μπορούσε ακόμη να καταλάβει πως έγινε αυτό.
Τη μια στιγμή κοιτούσε το νερό που κυλούσε στο ρέμα, όπως έκανε πάντα όταν έπιανε βροχή, και την άλλη στιγμή βρέθηκε μέσα σ’ έναν χείμαρρο να παλεύει να μην πνιγεί.
Εκείνη τη μέρα, είχε ξεκινήσει να βρέχει απ’ το πρωί. Το ποντικάκι, σκυμμένο πάνω απ’ το νερό, χάζευε τα ξερά φύλλα να στροβιλίζονταν και να χάνονται σιγά σιγά απ’ τα μάτια του. Με το μυαλό του έπλαθε ιστορίες. Ήτανε λέει τα φύλλα καράβια και ξεκινούσαν για ταξίδια μακρινά, γεμάτα περιπέτειες. Περιπέτειες που λαχταρούσε κι εκείνο να ζήσει μια μέρα.
Που να ήξερε πως αυτή η μέρα δεν ήταν μακριά κι οι περιπέτειες που θα ζούσε δεν θα ήταν αυτό που ονειρευόταν.
Η βροχή όλο και δυνάμωνε. Οι σταγόνες έπεφταν πυκνές τώρα γύρω του. Κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό από πάνω του. «Καλύτερα να γυρίσω στο σπίτι» σκέφτηκε. Έριξε μια τελευταία ματιά στο ρέμα. Το νερό είχε φουσκώσει για τα καλά.
Ξαφνικά, άκουσε μια βουή. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε έναν χείμαρρο να έρχεται καταπάνω του παρασέρνοντας ότι υπήρχε στο δρόμο του.
Μόλις βρέθηκε στο νερό άρχισε να παρασέρνεται με ορμή. Άλλοτε βυθιζότανε κι άλλοτε κατάφερνε να βγαίνει στην επιφάνεια. «Πάει χάθηκα» σκέφτηκε με τρόμο.
Για καλή του τύχη, ένα κομμάτι ξύλο βρέθηκε δίπλα του, παρασυρμένο κι αυτό απ’ το χείμαρρο. Με λίγη προσπάθεια, κατάφερε να σκαρφαλώσει πάνω του. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα μπορούσε και να διασκεδάσει με το αναπάντεχο αυτό «ταξίδι» κάνοντας τον καπετάνιο, αλλά τώρα… το μόνο που σκεφτόταν ήταν να σωθεί. Γραπώθηκε όσο καλύτερα μπορούσε και κοίταξε γύρω του. Κλαδιά, κορμοί, σκουπιδοσακούλες, κουτιά και άλλα πολλά «χόρευαν» ολόγυρα.
Καθώς «ταξίδευε», το ξύλο του έμπλεξε ανάμεσα σε μια καρέκλα κι ένα μισοδιαλυμένο τραπέζι. Η παράξενη αυτή «παρέα» ταξίδεψε μαζί για λίγη ώρα κι έπειτα, μ’ ένα απότομα τράνταγμα, βρέθηκαν όλοι μαζί έξω απ’ το νερό.
Το ποντικάκι, μόλις πάτησε στέρεο έδαφος, άρχισε να τρέχει. Δεν ήξερε που πήγαινε, το μόνο που το ένοιαζε ήταν να φύγει μακριά απ’ όλο αυτό το κακό. Σταμάτησε μόνο όταν δεν μπορούσε πια να πάρει ανάσα απ’ το τρεχαλητό. Κοίταξε πίσω του κι όταν βεβαιώθηκε ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά, κάθισε να ξεκουραστεί και να σκεφτεί τι θα κάνει.
Δεν είχε ιδέα που βρισκότανε και φυσικά δεν ήξερε πώς να γυρίσει πίσω.
Που θα πήγαινε; Τι θα έκανε; Ποτέ ως τώρα δεν είχε βρεθεί μακριά απ’ το σπίτι του. Τα μόνα μέρη που ήξερε ήταν ο αχυρώνας, που ζούσε μαζί με την οικογένεια του, και το ρέμα που είχε εκεί κοντά και του άρεσε να πηγαίνει.
Κάθισε κάτω κι άρχισε να κλαίει απελπισμένο.
Θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που το είχαν προειδοποιήσει οι γονείς του αλλά δεν τους άκουσε:
«Όταν αρχίζει να βρέχει, μη κάθεσαι και χαζεύεις. Να γυρίζεις γρήγορα στο σπίτι. Οι βροχές δεν είναι όπως παλιά. Εκεί που δεν το περιμένεις δυναμώνουν πολύ και το νερό που πέφτει γεμίζει γρήγορα τα ρυάκια και τις ρεματιές και γίνεται επικίνδυνο. Άλλαξαν τα πράγματα και πρέπει να προσέχουμε πολύ.»
Το ποντικάκι όμως δεν τους άκουγε. Τα θεωρούσε όλα αυτά υπερβολές και συνέχισε να κάνει ότι έκανε πάντα.
Τώρα, τα θυμόταν όλα αυτά και μετάνιωνε αλλά ήταν πια αργά.
Σκούπισε τα μάτια του, τίναξε τη γούνα του για να διώξει το νερό και τις λάσπες από πάνω του και κάθισε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει κι ήταν πολύ επικίνδυνο να μένει εκεί. Αν το έβρισκε καμιά γάτα… «Μανούλα μου! Ούτε να το σκεφτώ δεν θέλω».
Πού να πάει όμως;
Κοίταξε προσεκτικά τριγύρω κι αποφάσισε να πάει προς τα εκεί που έβλεπε φώτα. «Θα έχει σπίτια εκεί», σκέφτηκε. Ίσως να έβρισκε κανένα αχυρώνα ή καμιά αποθήκη να περάσει τη νύχτα. Μόλις σκέφτηκε τον αχυρώνα και το σπίτι του πήγε να βάλει πάλι τα κλάματα αλλά συγκρατήθηκε. Δεν ήταν ώρα για τέτοια. Άρχισε να περπατάει με βήμα γοργό και σύντομα έφτασε στα πρώτα σπίτια της πόλης.
Τα πράγματα όμως δεν θα ήταν εύκολά για το μικρό μας ποντικάκι. Γιατί ούτε εκείνο το βράδυ αλλά ούτε τις επόμενες μέρες κατάφερε να βρει καταφύγιο. Δεν υπήρχαν αχυρώνες κι αποθήκες όπως τις ήξερε. Τα μέρη για να κρυφτεί ένα ποντίκι ήταν λιγοστά. Κι όποτε έβρισκε κάτι ήταν «πιασμένο» από άλλα ποντίκια, που άλλες φορές απλά το έδιωχναν κι άλλες το κυνηγούσαν με μανία. Ήταν ο ξένος, ο παρείσακτος και δεν ήθελαν να μοιραστούνε μαζί του ούτε τη φωλιά τους ούτε το φαγητό τους.
Κάτι τέτοιες ώρες ήταν που… το κρύο έφτανε μέχρι την καρδιά του, κι ένα μεγάλο «γιατί» έβγαινε με λυγμό από μέσα του. «Γιατί δε χωράω δίπλα σας;» «Γιατί μ’ αφήνετε μόνο μου;» «Ένα ποντίκι είμαι κι εγώ όπως κι εσείς που η ατυχία μ’ έφερε ως εδώ χωρίς να το θέλω. Δεν το διάλεξα. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω σπίτι μου» κι έκλαιγε – έκλαιγε ώσπου δεν άντεχε άλλο.
Έτσι, βρέθηκε αυτή την παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη, να τριγυρνάει μόνο του, ξυλιασμένο απ’ το κρύο και πεινασμένο όσο ποτέ άλλοτε.
Όπως περπατούσε κολλητά σ’ έναν τοίχο, για να του κόβει λίγο τον αέρα, ένιωσε ένα βαθούλωμα. Το έψαξε λίγο καλύτερα και είδε ότι ήταν μια τρύπα. Άρχισε να σκάβει, κι ύστερα από αρκετή προσπάθεια κατάφερε να χωθεί κάπου.
Δεν ήξερε που βρισκόταν. Μόλις συνήθισαν λίγο τα μάτια του το σκοτάδι, διέκρινε μια λεπτή φωτεινή γραμμή στο βάθος. Άρχισε να περπατάει προσεκτικά προς τα εκεί. Έφτασε μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα. Το φως ερχόταν από το δωμάτιο πίσω της. Οι δυνατές φωνές και τα γέλια των ανθρώπων που ακούγονταν από μέσα έκαναν την καρδούλα του να χτυπήσει σαν τρελή από το φόβο. Αποφάσισε να κρυφτεί κι όταν όλα ησύχαζαν θα τρύπωνε μέσα με την ελπίδα να βρει κάτι να φάει.
Η πόρτα άνοιξε κι έκλεισε πολλές φορές αλλά κανείς ευτυχώς δεν πρόσεξε το μικρό ποντικάκι. Όταν μετά από ώρα, το μόνο που μπορούσε ν’ ακούσει ήταν ο χτύπος της τρομαγμένης του καρδούλας, αποφάσισε να ξεμυτίσει απ’ την κρυψώνα του. Για καλή του τύχη η πόρτα είχε μείνει λίγο ανοιχτή κι έτσι δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να μπει μέσα.
Με το που μπήκε δεν άργησε να καταλάβει ότι η τύχη απόψε ήταν με το μέρος του. Μπροστά του απλωνόταν ένα τεράστιο τραπέζι ξεχειλισμένο από φαγητά. «Μάνα μου πόσο φαΐ! Μ’ όλα αυτά χορταίνουν εκατό σαν εμένα»
Άρχισε να μασουλάει λαίμαργα. Θεούλη μου πόσο πεινούσε. Δε θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που έβαλε κάτι στο στόμα του. Απόψε πάντως θα έτρωγε καλά. «Ευτυχώς, για εμάς τα ποντίκια, που οι άνθρωποι έχουν τη συνήθεια να μαγειρεύουν πολύ περισσότερο φαγητό από αυτό που μπορούνε να φάνε και στο τέλος το πετάνε στα σκουπίδια» σκεφτόταν το ποντικάκι καθώς έτρωγε. «Δεν ξέρω γιατί το κάνουν αυτό, πάντως εμάς μας βολεύει. Το κακό βέβαια είναι, ότι πολλές φορές όλα αυτά τα καλούδια τ’ ανακατεύουν με άλλα πράγματα που δεν τρώγονται κι έτσι πάνε εντελώς χαμένα. Τι κρίμα, να πάει χαμένο τόσο φαΐ!» αναστέναξε το ποντικάκι και συνέχισε να τρώει με αμείωτο ρυθμό.
Όταν ένιωσε ότι δεν μπορούσε να φάει άλλο, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο δωμάτιο για να χωνέψει. Θα συνέχιζε αργότερα με τα υπόλοιπα.
Τότε ήταν που πρόσεξε ένα τεράστιο δέντρο στην άκρη του δωματίου. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο ποτέ στη ζωή του. Δηλαδή, δέντρο είχε δει πολλές φορές, αλλά μόνο στο δάσος ποτέ μέσα σε σπίτι.
Πλησίασε για να το δει καλύτερα. Τι παράξενο δέντρο ήταν αυτό. Είχε φώτα πάνω του και κάτι παράξενα φρούτα κρέμονταν απ’ τα κλαδιά του διαφορετικά το ένα από το άλλο. «Μη χειρότερα, τι δέντρο είναι αυτό;» αναρωτήθηκε. «Και πως το λένε; Πολυφρουτιά;»
Άρχισε να κόβει βόλτες από κάτω και να το περιεργάζεται. Πω - πω πως έλαμπε! «Λες να είναι νόστιμα αυτά τα γυαλιστερά φρούτα;» σκέφτηκε.
Το αθεόφοβο! Είχε φάει ένα βουνό φαγητά και λιγουρευόταν τώρα και τα φρούτα της «πολυφρουτιάς» όπως την είπε.
Ένας μόνο τρόπος υπήρχε για να μάθει αν είναι νόστιμα. Να σκαρφαλώσει και να τα δοκιμάσει. Αλλά πώς να σκαρφαλώσει; Το παράξενο αυτό δέντρο δεν είχε κορμό για να σκαλώσει τα νυχάκια του και ν’ ανέβει.
Καθώς σκεφτόταν το ζήτημα, παρατήρησε όλα αυτά τα κουτιά με τις κορδέλες που είχε κάτω απ’ το δέντρο και βρήκε τη λύση. Σκαρφάλωσε πάνω τους κι από εκεί πια ήταν πανεύκολο να φτάσει στα πρώτα κλαδιά του δέντρου.
Πλησίασε τα «φρούτα» κι άρχισε να τα μυρίζει. Τίποτα, δεν μύριζε τίποτα. «Λες ν’ αρρώστησα όταν γυρνούσα έξω μ’ αυτό τον παλιόκαιρο και δεν μπορώ να μυρίσω; Αλλά από την άλλη, μια χαρά μύριζα πριν από λίγο όταν έτρωγα όλα εκείνα τα πεντανόστιμα φαγητά» μουρμούρισε, και συνέχισε να πηγαίνει από το ένα «φρούτο» στο άλλο. Κανένα δεν μύριζε τίποτα. Έπειτα προσπάθησε να τα πιάσει αλλά τα νύχια του γλιστρούσανε πάνω τους. Σε μερικά από αυτά έβλεπε και το πρόσωπο του, πότε με μεγάλα μάγουλα και πότε με κάτι τεράστια μάτια. Ήταν πολύ αστείο. Άρχισε να γελάει με τη ψυχή του. «Ούτε μυρίζουν ούτε τρώγονται αυτά τα παράξενα φρούτα αλλά είναι πολύ διασκεδαστικά» κατέληξε στο τέλος.
Τριγύρισε ανάμεσα στα κλαδιά για αρκετή ώρα μέχρι που ένιωσε να κουράζεται κι αποφάσισε να κατέβει για να βρει ένα μέρος να κοιμηθεί.
Κάτω απ’ το δέντρο, ανάμεσα στα κουτιά, βρήκε ένα σπιτάκι και μπήκε μέσα. Βολεύτηκε πάνω στο μαλακό χόρτο που βρήκε στρωμένο εκεί κι αποκοιμήθηκε αμέσως. Στα όνειρά που είδε εκείνο το βράδυ, όλα ήταν όμορφα όπως παλιά. Παιχνίδια, γέλια και χαρές με όλα τ’ αγαπημένα του πρόσωπα. Φίλοι κι αδέλφια ήταν όλοι εκεί. Ήταν τόσο ευτυχισμένο που χαμογελούσε στον ύπνο του.
Ξύπνησε από τις φωνές ενός μικρού κοριτσιού.
- Μαμά, μπαμπά ήρθε ο Άι Βασίλης και μου έφερε αυτό ακριβώς που του ζήτησα. Ένα χαμστεράκι! Είναι πανέμορφο!
Το ποντικάκι κοιτούσε τρομαγμένο κι έψαχνε τρόπο να εξαφανιστεί μόλις έβρισκε την κατάλληλη στιγμή.
Στο μεταξύ ήρθαν και οι γονείς της μικρής να δουν το δώρο του Άι Βασίλη. Έκπληκτοι είδαν το ποντικάκι μέσα στη φάτνη.
- «Πως βρέθηκε αυτό εδώ; Από πού μπήκε;» Αναρωτήθηκαν και κοιτάχτηκαν σαστισμένοι.
- «Δεν ακούτε τι σας λέω; Το έφερε ο Άι Βασίλης. Είναι το δώρο μου. Αυτό ακριβώς που είχα ζητήσει. Είναι ένα χαμστεράκι. Δεν βλέπετε ότι είναι όπως στις φωτογραφίες που σας έδειχνα όταν αποφάσισα ότι αυτό θέλω να είναι το δώρο μου φέτος;
- «Αγάπη μου αυτό δεν είναι χαμστεράκι, είναι ποντικάκι» της είπε τότε ο μπαμπάς της, αγκαλιάζοντας την τρυφερά.
- «Ποντικάκι;» Η μικρή το κοίταξε για λίγο απορημένη και μετά είπε αποφασιστικά.
- «Δεν πειράζει, ας είναι ποντικάκι. Κι αυτό όμορφο είναι»
Οι γονείς της δεν ήξεραν τι άλλο να πουν κι έμειναν να κοιτάζουν μια το τρομαγμένο ποντικάκι και μια την κόρη τους που ήταν ενθουσιασμένη με τον απρόσμενο μικρό επισκέπτη.
Το κοριτσάκι έτρεξε κι έφερε από την αποθήκη το κλουβί που είχαν αγοράσει για το χαμστεράκι.
- «Άντε, βάλτο στο κλουβάκι του» είπε η μικρούλα κοιτώντας το μπαμπά της με ανυπομονησία.
Εκείνος το έπιασε προσεκτικά με μια πετσέτα και το ακούμπησε απαλά μέσα στο κλουβί. Η μικρή το κοίταζε με μάτια που έλαμπαν από χαρά. Όταν όμως πήγε να το χαϊδέψει ο μπαμπάς της την σταμάτησε.
- «Μη, μη το πιάνεις. Μπορεί να είναι άρρωστο»
- «Άρρωστο; Γιατί να είναι άρρωστο;» ρώτησε έκπληκτη η μικρή.
- «Γιατί αυτό δεν είναι σαν τα ζωάκια που αγοράζουμε, είναι αδέσποτο». Κι έπειτα πρόσθεσε, «Μήπως είναι καλύτερα να το βγάλουμε έξω να φύγει κι εμείς να πάμε να πάρουμε ένα χαμστεράκι από το μαγαζί που τα πουλάει;»
Η μικρή κοίταξε το ποντικάκι προβληματισμένη. Ύστερα, γυρνώντας στους γονείς της, τους είπε:
- «Και γιατί να μη κρατήσουμε αυτό που δεν έχει που να μείνει;»
- «Εεε, γιατί μπορεί να είναι άρρωστο, όπως σου είπαμε»
- «Να το πάμε τότε στον κτηνίατρο να το κάνει καλά αν είναι άρρωστο. Εσείς δε λέτε ότι πρέπει να φροντίζουμε τα ζώα και πιο πολύ τ’ αδέσποτα που δεν έχουν κανένα να τα φροντίσει;»
Μπροστά σ’ αυτό το επιχείρημα, οι γονείς της μικρούλας, δεν μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν μαζί της. Στο κάτω κάτω η κόρη τους είχε δίκιο. Γιατί ν’ αγοράσουν χαμστεράκι και να μη δώσουν ένα σπίτι στο ποντικάκι που φαινόταν να το έχει ανάγκη.
Ο κτηνίατρος, αφού εξέτασε και φρόντισε το ποντικάκι, τους διαβεβαίωσε ότι είναι απόλυτα ασφαλές να το κρατήσουν στο σπίτι τους.
- «Ζήτω! Τέλεια!» άρχισε να ξεφωνίζει η μικρή όλο χαρά και πήρε στην αγκαλιά της το κλουβάκι με τον καινούργιο της φίλο.
Γυρνώντας ύστερα στο ποντικάκι, του είπε: «Θα σ’ αγαπώ και θα σε φροντίζω όσο καλύτερα μπορώ. Θα γίνουμε οι καλύτεροι φίλοι»
Το ποντικάκι αν και δεν καταλάβαινε τίποτα από όσα γινότανε, ωστόσο ένιωθε την αγάπη του μικρού κοριτσιού και δε φοβόταν πια.
Γρήγορα, βολεύτηκε στο νέο του σπίτι. Κάθε μέρα, περίμενε με λαχτάρα να γυρίσει η μικρή απ’ το σχολείο και ν’ αρχίσουν τα παιχνίδια. Το απαλό χάδι της στην πλάτη του και το γάργαρο γέλιο της έκαναν τα ματάκια του να λάμπουν από ευτυχία.
Όταν τριγυρνούσε μόνο και πεινασμένο στους δρόμους της πόλης νόμιζε πως αν έβρισκε φαΐ και στέγη θα ήταν ευτυχισμένο. Κοντά στην μικρούλα όμως κατάλαβε ότι εκείνο που το έκανε πραγματικά ευτυχισμένο ήταν η αγάπη που του έδειχνε η μικρή και η αγάπη που ένιωθε αυτό για εκείνη. Έτσι γεννήθηκε μεταξύ τους μια σχέση ξεχωριστή. Μια σχέση όπου κερδίζανε και οι δυο.
Δεν ξέχασε ποτέ το σπίτι του και την οικογένεια του που έχασε τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα, αλλά αισθανόταν τυχερό για την καινούργια «οικογένεια» που απέκτησε.
Τελικά ο Άι Βασίλης, αν και το ποντικάκι δεν τον γνώριζε και δεν του είχε στείλει γράμμα, είχε κάνει και σ’ αυτό ένα μεγάλο δώρο.
Κείμενο: Έλενα Ρώμπη
Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια
Το διπλό δώρο του Αι Βασιλη
Πολύ καλό το παραμύθι!! :D