Ένας Άι Βασίλης...μα τι Άι Βασίλης

Οι καλικάντζαροι, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε, είναι εκείνα τα τρομακτικά και άσχημα πλάσματα που ζούνε κάτω από τη γη. Μόνη τους έγνοια, όλο το χρόνο, είναι να πριονίζουν το δέντρο που τη κρατάει. Χρόνια και χρόνια παλεύουν να το κόψουν όμως ποτέ δεν τα καταφέρνουν.

Γιατί άραγε; Μήπως δεν είναι αρκετά δυνατοί; Δεν έχουν καλό πριόνι; Ή μήπως δεν ξέρουν πώς να πριονίζουν ένα δέντρο;

Τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει. Και δυνατοί είναι και το πριόνι τους είναι κοφτερό και, τόσα χρόνια που κάνουν αυτή τη δουλειά, ξέρουν μια χαρά να πριονίζουν. Ε τότε, γιατί δεν τα καταφέρνουν;

Η απάντηση είναι απλούστατη. Μπορεί να είναι μοχθηροί και ενοχλητικοί πολλές φορές, αλλά είναι και πολύ – πολύ χαζοί. Γι’ αυτό δεν τα καταφέρνουν.

Κάθε χρόνο, πάνω που κοντεύουν να τελειώσουν τη δουλειά, εκεί κοντά στα Χριστούγεννα, τα παρατάνε όλα και τρέχουν να σκαρώσουν φάρσες και να τρομάξουν τους ανθρώπους. Όταν διασκεδάσουν αρκετά κι αποφασίσουν να επιστρέψουν για ν' αποτελειώσουν τη δουλειά τους, το δέντρο της γης έχει γιατρευτεί κι οι καλικάντζαροι ξαναπιάνουν το πριόνι. Και δώστου πάλι απ’ την αρχή, χράτσα – χρούτσα, χράτσα – χρούτσα μέρα νύχτα. Μυαλό όμως δεν βάζουν.

Έτσι και φέτος. Σαν ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων, ο αρχηγός τους ο Μαντρακούκος παράτησε ξαφνικά το πριόνι, σήκωσε ψηλά το κεφάλι και ρουφώντας δυνατά τον αέρα γύρω του είπε:

- Αδέρφια, κάτι μου μυρίζει.

- Θα την αμόλησε πάλι ο Μαγάρας. Η κοιλάρα του είναι γεμάτη βρωμερά αέρια, είπε ο Γουρλός και κοίταξε τον Μαγάρα με τα τεράστια σαν αυγά μάτια του.

- Δεν ήμουν εγώ, φώναξε εκείνος νιώθοντας την αδικία να τον πνίγει. Έχει περάσει τουλάχιστον μια ώρα από τότε που μου ξέφυγε μια.

- Όχι, όχι δεν είναι οι βρωμιές του Μαγάρα αυτό που μυρίζει. Η μυρωδιά έρχεται από πάνω, από τη γη. Να δεις που οι άνθρωποι ετοιμάζονται να γιορτάσουν αυτό το πώς το λένε; Α ναι, τα Χριστούγεννα κι ετοιμάζουν όλες εκείνες τις υπέροχες λιχουδιές που μας αρέσουν.

- Μωρέ σαν να ‘χεις δίκιο. Κι εγώ μυρίζω κάτι τώρα κι άρχισαν να μου τρέχουνε τα σάλια, είπε κι ο Περίδρομος ο φαταούλας. Ο ένας μετά τον άλλον παράτησαν το πριόνι κι άρχισαν να μυρίζουν τον αέρα και να ξερογλείφονται.

- Δεν πάμε να δούμε τι γίνεται; Εξάλλου κοντεύουμε να τελειώσουμε με το πριόνισμα, πρότεινε ο Κοψομεσίτης κι έγλειψε τα χείλια του μόλις σκέφτηκε τις τηγανίτες με μέλι που ήταν η αγαπημένη του λιχουδιά.

- Ας πάμε για λίγο πάνω κι ύστερα ερχόμαστε και το αποτελειώνουμε, συμφώνησε κι ο Κατσικοπόδαρος κι ετοίμασε το κατσικίσιο γρουσούζικο ποδάρι του να το χώσει όπου μπορέσει για να φέρει την καταστροφή.

Αναγνωστικό 4ης Δημοτικού, ΟΕΔΒ 1961
Ο καλικάντζαρος Κατσικοπόδαρος, από το Αναγνωστικό 4ης Δημοτικού, ΟΕΔΒ 1961 (Εικόνα: Wikipedia)

- Σωστά. Άλλωστε δεν πρόκειται να πάει πουθενά το δέντρο, είπε ο κι ο μονίμως πεινασμένος Καταχάνας αφήνοντας ένα δυνατό και βρωμερό ρέψιμο.

Οι υπόλοιποι καλικάντζαροι, θέλοντας να γλιτώσουν από τη βρώμα του Καταχάνα αλλά κυρίως γιατί λιγουρεύονταν τα καλούδια που ετοίμαζαν οι άνθρωποι, δεν κάθισαν να το σκεφτούνε περισσότερο και συμφώνησαν αμέσως. Στο πιτς φιτίλι παράτησαν το πριόνισμα και ξεκίνησαν για πάνω.

Ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να βγαίνουν από σπηλιές, πηγάδια και φωλιές ζώων. Μύρισαν τον αέρα και ξεκίνησαν να ψάχνουν για ξεχασμένα ανοιχτά παράθυρα και σβηστές καμινάδες σπιτιών για να τρυπώσουν μέσα. Στο πρώτο σπίτι που κατάφεραν να μπουν βρήκαν ένα ταψί κουραμπιέδες. Όρμησαν πάνω τους και τους έφαγαν όλους σκορπώντας παντού ψίχουλα κι άχνη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος ανακάτεψαν κι όλη την κουζίνα για να διασκεδάσουν.

Σ’ ένα άλλο σπίτι μπήκαν από την καμινάδα. Γλίστρησαν ένας - ένας μέσα κι όταν βγήκαν από το σβηστό τζάκι ήταν ακόμη πιο μαύροι και βρωμεροί από πριν. Γεμάτοι στάχτες και καρβουνιές τριγυρνούσαν μέσα στο σαλόνι χοροπηδώντας και χαχανίζοντας κάνοντας τα όλα κακό χάλι. Στην κουζίνα βρήκαν δίπλες και μελομακάρονα και φυσικά δεν άφησαν τίποτα.

Λίγο πιο έξω απ’ το χωριό είδαν έναν αλευρόμυλο κι αποφάσισαν να πάνε να σκορπίσουν όσο αλεύρι υπήρχε μέσα. Στην πόρτα όμως του μύλου βρήκαν ένα κόσκινο. Ο Κωλοβελόνης, που είναι μακρύς σαν μακαρόνι και καταφέρνει να περνάει μέσα κι από τις πιο μικρές τρύπες, άρχισε να περνάει μέσα από τις τρύπες του κόσκινου. Μια από δω και μια από κει.

- Πόση ώρα θα το κάνεις αυτό; τον ρώτησε ο Τρικλοπόδης που βιαζότανε να χώσει στο αλεύρι το χταποδίσιο χέρι του με το οποίο συνήθιζε να βάζει τρικλοποδιές.

- Όση ώρα χρειαστεί για να περάσω μέσα από όλες τις τρύπες, του απάντησε ο Κωλοβελόνης και συνέχισε το παιχνίδι του.

- Και πόσες είναι οι τρύπες;

- Δεν ξέρω; Στάσου να τις μετρήσω για να σου πω.

Κι άρχισε να τις μετράει μία - μία αλλά επειδή ήταν πολύ χαζός, όπως όλοι οι καλικάντζαροι, μπερδευόταν και ξανάρχιζε από την αρχή. Ο Βατρακούκος τότε, που είναι τεράστιος κι ολόιδιος με βάτραχο, αγανάκτησε και του άρπαξε το κόσκινο από τα χέρια.

- Φέρτο εδώ να τις μετρήσω εγώ. Εσύ είσαι βλάκας και δεν θα τελειώσεις ποτέ.

Και ξεκίνησε κι αυτός το μέτρημα χωρίς όμως να τα καταφέρνει καλύτερα. Με τη σειρά τους όλοι οι καλικάντζαροι πήραν το κόσκινο και προσπάθησαν να μετρήσουν τις τρύπες του, μέχρι που τους βρήκε το ξημέρωμα. Τότε πετάχτηκαν επάνω τρομαγμένοι κι έτρεξαν να κρυφτούν. Συνηθισμένοι καθώς ήταν να ζουν στο σκοτάδι, το φως της μέρας τους φόβιζε πολύ. Χώθηκαν σε πηγάδια, κουφάλες δέντρων κι όποιο άλλο σκοτεινό κι απόμερο μέρος μπόρεσαν να βρουν και περίμεναν να έρθει και πάλι η νύχτα.

Μόλις έπεσε το σκοτάδι, βγήκαν απ’ τις κρυψώνες τους κι άρχισαν τα ίδια με την προηγούμενη νύχτα και ακόμη χειρότερα. Δεν τους έφταναν οι ζημιές που έκαναν στα σπίτια αλλά πείραζαν κι όποιον έβρισκαν στο δρόμο.

Έτσι συνέχισαν να κάνουν και τις επόμενες μέρες ή μάλλον νύχτες ώσπου ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Οι Καλικάντζαροι μυρίζοντας και χαχανίζοντας έφτασαν έξω από ένα σπίτι που φαινόταν πως το τζάκι είχε από ώρα σβήσει. Σκαρφάλωσαν στην καμινάδα κι ετοιμάστηκαν να μπούνε. Πρώτος μπήκε ο Βατρακούκος. Τεράστιος καθώς ήτανε έπεσε με ένα γδούπο μέσα στο τζάκι σηκώνοντας σύννεφα από στάχτη. Δεν τον ένοιαξε καθόλου ίσα – ίσα που το βρήκε πολύ διασκεδαστικό. Μόλις κατακάθισε λίγο η στάχτη και μπορούσε να δει γύρω του, ξεκίνησε για τη κουζίνα από όπου ερχόταν μια γαργαλιστική μυρωδιά μαγειρεμένου χοιρινού κρέατος που ήταν το αγαπημένο του όπως και όλων των καλικάντζαρων.

Οι καλικάντζαροι

Ξαφνικά όμως σταμάτησε. Μπροστά του στεκόταν ένα κοριτσάκι που τον κοίταζε απορημένο. Δεν έδειχνε να τον φοβάται κι αυτό τον παραξένεψε πολύ. Συνήθως, όταν τους αντίκριζαν οι άνθρωποι έτρεχαν να κρυφτούν κι αυτοί τους κυνηγούσαν για να τους πειράξουν. Όμως αυτό το κοριτσάκι δεν τσίριζε από τη τρομάρα του, καθόταν μόνο και τον κοίταζε. Ο Βατρακούκος τα ’χασε, δεν ήξερε τι να κάνει κι έτσι έμεινε αμίλητος και ακίνητος στη θέση του. Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά ώσπου ακούστηκε η φωνή του κοριτσιού

- Είσαι ο Άι Βασίλης;

Ο Βατρακούκος, που δεν κατάλαβε τι τον ρώτησε, συνέχισε να μη λέει και να μην κάνει τίποτα.

Το κοριτσάκι δεν νοιάστηκε που δεν πήρε απάντηση, μόνο τον πλησίασε για να τον δει καλύτερα. Άρχισε να τον περιεργάζεται γυρνώντας γύρω του και στο τέλος είπε:

- Νόμιζα πως φοράς κόκκινα ρούχα. Μάλλον όμως θα τα λέρωσες και δεν είχες άλλα να βάλεις ε; Δεν πειράζει. Το έχω πάθει κι εγώ αυτό με τη στολή του μπαλέτου. Τη λέρωσα μια φορά με σοκολάτα κι ύστερα πήγα μ’ ένα άλλο φόρεμα να χορέψω.

Ο Βατρακούκος, συνέχισε να κοιτάει σαν χαμένος. Δεν είχε ιδέα τι γινόταν αλλά το κοριτσάκι είχε τόσο γλυκιά φωνούλα, που τον έκανε να ξεχάσει ακόμη και το χοιρινό που μοσχομύριζε. Στο μεταξύ άρχισαν να κατεβαίνουν από την καμινάδα κι οι υπόλοιποι καλικάντζαροι οι οποίοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν είδαν τον Βατρακούκο να κάθεται δίπλα στο κοριτσάκι σαν να είναι δυο καλοί φίλοι. Πλησίασαν κοντά τους έκπληκτοι κι αμίλητοι.

- Αυτοί είναι οι βοηθοί σου τα ξωτικά; ρώτησε ξαφνικά η μικρή όταν τους είδε όλους μαζεμένους γύρω από τον «Άι Βασίλη – Βατρακούκο»

Εκείνος, χωρίς να καταλαβαίνει φυσικά την ερώτηση, γύρισε και τους κοίταξε κουνώντας αόριστα το κεφάλι του.

- Μοιράζετε όλοι μαζί τα δώρα στα παιδιά; Έτσι προλαβαίνετε να πάτε σε όλα τα σπίτια; Μήπως πεινάτε;

Στο άκουσμα του φαγητού γρύλισαν όλοι μαζί κάνοντας «Ναι» με το κεφάλι τους και άρχισαν να ξερογλείφονται.

- Πάω στην κουζίνα να φέρω για όλους γάλα και μπισκότα. Η μαμά μου νομίζει πως ο Άι Βασίλης έρχεται μόνος του κι άφησε μόνο γι’ αυτόν, αλλά αύριο θα της πω πως έρχεται με τους βοηθούς του για να το ξέρει για του χρόνου. Ξαφνικά όμως κοντοστάθηκε:

- Ωχ, όχι! Άμα της το πω θα με μαλώσει που ήμουνα ξύπνια τόσο αργά, Άι Βασίλη.

Και κοιτώντας όλο γλύκα τον Βατρακούκο, τον ρώτησε:

- Μπορείς να της πεις να μη με μαλώσει και υπόσχομαι να μη το ξανακάνω;

Εκείνος έγνεψε καταφατικά, κι η μικρή χαμογέλασε ευχαριστημένη.

Όταν το κοριτσάκι έφυγε τρέχοντας για την κουζίνα, οι καλικάντζαροι μαζεύτηκαν ένα γύρω κι άρχισαν να κουβεντιάζουν ψιθυριστά:

- Παράξενο είναι αυτό το μικρό ανθρωπάκι.

- Δεν καταλαβαίνω τίποτα από όσα λέει.

- Ούτε τσιρίζει, ούτε φοβάται.

- Πρώτη φορά μας δίνει κάποιος φαγητό και δεν χρειάζεται να το κλέψουμε.

- Πρώτη φορά δεν μας φοβούνται.

- Πρώτη φορά δεν έχω καμιά όρεξη να κάνω ζημιές κι ανακατωσούρες

Μ’ αυτό το τελευταίο συμφώνησαν όλοι κι ένιωσαν ακόμη πιο μπερδεμένοι από πριν:

- Τι μας συμβαίνει;

Εκείνη την ώρα ήρθε το κοριτσάκι κουβαλώντας με δυσκολία ένα μεγάλο πιάτο με μπισκότα. Ο Κουλοχέρης προσφέρθηκε να τη βοηθήσει πιάνοντας με το ένα μακρύ και το ένα κοντό του χέρι το πιάτο και ακουμπώντας το στο τραπέζι. Όταν η μικρή έφερε και το γάλα κάθισαν όλοι να φάνε αμίλητοι. Το κοριτσάκι περίμενε υπομονετικά να τελειώσουν κι ύστερα τους ρώτησε:

- Που έχετε τα δώρα; Έξω στο έλκηθρο είναι ο σάκος;

Οι καλικάντζαροι κοίταξαν αμήχανα το κοριτσάκι κι ύστερα άρχισαν να στριφογυρίζουν χωρίς να ξέρουν τι να πουν ή τι να κάνουν. Ο Μαντρακούκος τότε, ως αρχηγός τους που ήταν, αποφάσισε να μιλήσει και να βάλει μια τάξη. Στάθηκε απέναντι από το κοριτσάκι και με όσο πιο γλυκιά φωνή μπορούσε της είπε:

- Εμείς είμαστε καλικάντζαροι. Δεν φέρνουμε δώρα. Εμείς μόνο αρπάζουμε πράγματα. Δεν έχεις ακούσει για μας;

- Όχι. Δεν ξέρω τι είναι οι καλικάντζαροι. Γιατί όμως αρπάζετε; Γιατί δεν τα ζητάτε ευγενικά; Εγώ όταν λέω τη μαγική λεξούλα πάντα παίρνω αυτό που θέλω. Ή σχεδόν πάντα. Όταν ζητάω κάτι από την αδελφή μου, όσες φορές κι αν πω τη μαγική λεξούλα δεν γίνεται τίποτα, αλλά μόνο τότε.

- Δηλαδή λες τη μαγική λεξούλα και παίρνεις φαΐ;

- Ναι βέβαια. Και γλυκό και χυμό κι ό,τι θέλω.

- Αλήθεια; Παίρνεις όσο φαΐ θέλεις και δεν χρειάζεται να το κλέψεις; ρώτησε ο Γουρλός γουρλώνοντας τα μάτια του από έκπληξη.

- Ναι. Βέβαια, άμα ζητάω συνέχεια ζαχαρωτά, οι γονείς μου μου λένε όχι γιατί δεν κάνει να τρώω πολλά αλλά ό,τι άλλο ζητάω ευγενικά μου το δίνουνε.

- Και πως είναι αυτό το «ευγενικά»; θέλησε να μάθει ο Καταχάνας που η κοιλιά του γουργούριζε πάλι από την πείνα.

- Να, λέω «παρακαλώ πολύ μπορώ να έχω μια ζεστή σοκολάτα;» και μου δίνουνε.

- «Παρακαλώ πολύ»; Μόνο αυτό;

- Ναι. Μόνο αυτό, απάντησε το κοριτσάκι που δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο προβληματισμένοι οι καινούργιοι της «φίλοι». Έτσι αποφάσισε να τους κάνει μια πρόταση:

- Αφού δεν έχετε δώρα να μοιράσετε, θέλετε να πάμε στο δωμάτιο μου να παίξουμε και να σας δείξω πως γίνεται;

Οι καλικάντζαροι γύρισαν όλοι μαζί και κοίταξαν τον αρχηγό τους τον Μαντρακούκο. Εκείνος έκανε πως σκέφτεται για να δείξει πόσο σπουδαίος είναι και στο τέλος είπε:

- Ε, αφού δεν έχουμε δώρα να μοιράσουμε ας πάμε.

Το κοριτσάκι χαρούμενο ξεκίνησε για το δωμάτιο του και πίσω του στριμώχτηκαν όλοι οι καλικάντζαροι. Μπήκαν μέσα και τους έβαλε να καθίσουν γύρω – γύρω. Ύστερα κάθισε κι εκείνη στη μέση φέρνοντας μαζί της πιατάκια και φλιτζανάκια. Τους έδειξε τι πρέπει να λένε και να κάνουν για να παίρνουν ευγενικά ό,τι θέλουν κι εκείνη σε ρόλο οικοδέσποινας τους σέρβιρε φανταστικά φαγητά. Οι καλικάντζαροι απογοητεύτηκαν στην αρχή που δεν υπήρχε πραγματικό φαγητό, αλλά στη συνέχεια τους ενθουσίασε τόσο το παιχνίδι που ξέχασαν την πείνα τους. Μάλιστα άρχισαν να μιλάνε ευγενικά και μεταξύ τους:

- Παρακαλώ πολύ, μου δίνεις το μπισκότο σου; ρωτούσε ο Κατσικοπόδης τον Κουλοχέρη.

- Παρακαλώ πολύ, παρ’ το, απαντούσε εκείνος.

- Παρακαλώ πολύ μου βάζεις λίγο ακόμη τσάι; ζητούσε ο Κοψαχείλης κι έκανε πως πίνει με τα τεράστια δόντια του να κρέμονται έξω από το στόμα του.

Με τις ευγένειες όμως και τα φανταστικά φαγητά να πηγαινοέρχονται πέρασε η ώρα κι ήρθε το ξημέρωμα. Οι καλικάντζαροι πετάχτηκαν έντρομοι επάνω.

- Πρέπει να φύγουμε!

- Μα τι πάθατε έτσι ξαφνικά; απόρησε η μικρούλα.

- Ξημέρωσε, είπαν εκείνοι με μια φωνή. Πρέπει να κρυφτούμε.

Και χωρίς πολλές – πολλές εξηγήσεις ξεκίνησαν να φύγουν.

- Θα ξανάρθετε;

- Θέλεις να ξανάρθουμε; ρώτησε ο Γουρλός και την κοίταξε με τα αυγίσια μάτια του.

- Ναι, το θέλω πολύ. Πέρασα πολύ όμορφα μαζί σας. Είστε πολύ καλοί κι έχετε πλάκα.

Οι καλικάντζαροι, αν και βιαζόντουσαν να φύγουν, κοκκάλωσαν για λίγο στις θέσεις τους. Πρώτη φορά τους έλεγαν πως είναι καλοί. Συνήθως οι άνθρωποι τους καταριόνταν κι έφευγαν μακριά. Όχι πως δεν είχαν δίκιο, φυσικά, με τόσα που τους έκαναν οι καλικάντζαροι. Διασκέδαζαν πάρα πολύ να τους πειράζουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Όμως αυτό το μικρό ανθρωπάκι τους έκανε να νιώσουν κάπως αλλιώτικα.

- Ώρα να φεύγουμε, βιαστείτε, ακούστηκε η φωνή του Μαντρακούκου.

Κι όλοι τον ακολούθησαν τρέχοντας χωρίς ακόμη να καταλαβαίνουν τι συνέβη την παράξενη αυτή νύχτα. Το μόνο που ήξεραν ήταν πως, αν και δεν είχαν φάει τον περίδρομο και δεν είχαν κάνει ζημιές, είχαν περάσει πολύ όμορφα.

Σαν βράδιασε, οι καλικάντζαροι ξαναπήγαν στο κοριτσάκι. Όχι για να φάνε και να πιούνε αλλά γιατί κοντά του νιώθανε μια ζεστασιά αλλιώτικη και πρωτόγνωρη. Το ίδιο έκαναν και τις επόμενες νύχτες. Ένα βράδυ, το κοριτσάκι τους ρώτησε:

- Που πάτε όταν φεύγετε από ‘δω;

- Κρυβόμαστε σε σπηλιές ή όπου αλλού σκοτεινά βρούμε.

- Και το σπίτι σας που είναι; Σε καμιά σπηλιά;

- Όχι, όχι σε σπηλιά. Το σπίτι μας είναι βαθιά μέσα στη γη.

- Μέσα στη γη! είπε το κοριτσάκι εντυπωσιασμένο. Και τι κάνετε εκεί; Πως περνάτε τον καιρό σας;

Ο Μαντρακούκος, που είχε αναλάβει να εξηγήσει στη μικρή που μένουνε όταν φεύγουν από εκεί, έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασμένος γιατί ήξερε πως το πριόνισμα του δέντρου που κρατάει τη γη είναι κάτι πολύ κακό για τους ανθρώπους και τώρα που είχαν γνωρίσει αυτό το καλό κοριτσάκι δεν ήταν καθόλου περήφανος γι’ αυτό που έκαναν τόσα χρόνια. Δεν τόλμησε όμως να της πει την αλήθεια. Δεν ήθελε να χάσουν τη μοναδική τους φίλη κι έτσι της είπε πως κόβουν ξύλα για να περνάει η ώρα τους.

- Μόνο αυτό; Και δεν βαριέστε;

- Ε βαριόμαστε καμιά φορά αλλά δεν έχουμε και κάτι άλλο να κάνουμε.

- Θέλετε να πάρετε μερικά από τα παιχνίδια μου; Σας τα κάνω δώρο για τα Χριστούγεννα.

- Εσύ, μας κάνεις δώρα; Εμάς; Είπε ο Μαντρακούκος με φωνή που έτρεμε και ίσα που ακουγότανε.

- Ναι, έτσι κάνουν οι φίλοι. Χαρίζουν δώρα.

- Μα..μα..μα..μας θεωρείς φίλους σου;

- Φυσικά και είστε φίλοι μου! Φώναξε το κοριτσάκι κι αγκάλιασε με τα μικρά του χεράκια όσο καλύτερα μπορούσε τον τεράστιο Μαντρακούκο.

Κι εκείνος για πρώτη φορά στην καλικαντζαρίσια ζωή του ένιωσε τα μάτια του να γεμίζουν μ’ ένα υγρό που δεν ήξερε τι ήταν. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ένιωθε πολύ μα πάρα πολύ ευτυχισμένος. Οι υπόλοιποι καλικάντζαροι, που άκουγαν αμίλητοι, ένιωσαν τα μάτια τους να γεμίζουν από το ίδιο υγρό κι αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί γύρω από το κοριτσάκι και τον Μαντρακούκο.

Ξημέρωνε όμως των Θεοφανίων κι είχε έρθει πια ο καιρός να γυρίσουν οι καλικάντζαροι σπίτι τους. Αποχαιρέτισαν την μικρούλα και ξεκίνησαν για τα έγκατα της γης. Εκεί τους περίμενε το δέντρο της γης που όπως κάθε χρόνο είχε γιατρευτεί κι ήταν πάλι φουντωτό και καταπράσινο. Φέτος όμως οι καλικάντζαροι δεν ξανάπιασαν το πριόνι ν’ αρχίσουν τα χράτσα – χρούτσα. Ούτε και είχαν σκοπό να το ξανακάνουν ποτέ.

Και πως θα περνούσαν τον καιρό τους από δω και πέρα; Ε όλο και κάτι καλύτερο θα έβρισκαν να κάνουν, κάτι πιο διασκεδαστικό και ίσως και πιο χρήσιμο. Η γνωριμία τους με το κοριτσάκι τους είχε μάθει πολλά.

Το χαμόγελο της έφερε το χαμόγελο και στα δικά τους πρόσωπα. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν τρομερά πλάσματα, η μικρούλα είδε καινούργιους φίλους. Φίλους που έμαθαν να ζητούν ευγενικά κι όχι ν’ αρπάζουν. Να μοιράζονται και ν’ αγαπούν. Ν’ ανοίγουν την αγκαλιά τους χωρίς όρους και προκαταλήψεις.

Τους χάρισε παιχνίδια και στολίδια για να γιορτάσουν τα δικά τους Χριστούγεννα αφού… «έτσι κάνουν οι φίλοι». Και οι καλικάντζαροι τα γιόρταζαν από τότε κάθε χρόνο με δώρα, παιχνίδια και λιχουδιές που έμαθαν να φτιάχνουν μόνοι τους. Ήταν τα Χριστούγεννα στην Καλικαντζαρία.

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Έλενα Ρώμπη
Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Συγγραφέας παραμυθιού
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.7 (15 ψήφοι)