Στο χάος της μεγάλης πόλης, με τους πολλούς ανθρώπους που όλη μέρα τρέχουν και τα πολλά κτίρια, υπήρχε ένα κτίριο σε μια γωνιά, που ήταν από τα πρώτα που είχαν κτιστεί στην πόλη αυτή, και την είχε δει να φτιάχνεται σιγά σιγά μέχρι που γέμισε ολόκληρη.
Έβλεπε και παρατηρούσε, παρατηρούσε κι έβλεπε, μέχρι που άρχισε να βαριέται συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, τσιμέντα που ενώνονται και γίνονται σπίτια, που μετά μέσα γεμίζουν ανθρώπους, που μπαινοβγαίνουν από κτίριο σε κτίριο, και όλη μέρα τρέχουν πάνω κάτω…
Έστεκε όρθιο και βαστούσε όλους αυτούς που μέσα του κατοικούσαν, όμως ποτέ κανείς δεν το εκτίμησε, ποτέ κανείς δεν του έλεγε ευχαριστώ που μας προστατεύεις από το κρύο, ευχαριστώ που μας προσέχεις τα έπιπλα και τα αντικείμενα μας στη θέση τους.
Έτσι λοιπόν, απλά πάλιωνε και γίνονταν όλο και περισσότερο γκρι από τα καυσαέρια της πόλης.
Ήταν χειμώνας και όλοι κουλουριάζονταν από το κρύο, το κτίριο το ίδιο, και ας μη φαινόταν στους ανθρώπους.
Μια μέρα έτσι όπως καθόταν διπλωμένο, βλέπει από μακριά κάτι να υψώνεται, ένα καινούριο κτίριο σαν κι αυτό χτιζόταν πάρα πολύ γρήγορα.
Αμέσως σηκώνει το κεφάλι του και το χαιρετά, Το καινούργιο κτίριο όμως ήταν τρομαγμένο.
- Φοβάμαι, με χτίζουν από το πρωί και όλο με ψηλώνουν. Δεν ξέρω τι έχουν σκοπό να με κάνουν, και που θα με φτάσουν
- Μην ανησυχείς, το πολύ πολύ να γίνεις σαν κι εμένα.
- Σαν κι εσένα; Δεν μπορώ φοβάμαι να’ μαι τόσο μακρύ, είπε το καινούριο κτίριο και ξεκίνησε να κλαίει. Κι έκλαψε τόσο, που οι εργάτες που το έφτιαχναν ξεκίνησαν να γλιστρούν και να πέφτουν!
Τότε το κτίριο το παλιό, άρχισε να του λέει την ιστορία του από τότε που ξεκίνησαν να το φτιάχνουν μέχρι και τώρα και χωρίς να το καταλάβει, η ώρα πέρασε μέχρι που απέναντι του είχε ένα ολόφρεσκο λαμπρό και φωτεινό κτίριο.
- Σ' ευχαριστώ για την κουβέντα, η ιστορία σου ήταν τέλεια, και με έκανες να ξεχάσω το φόβο μου… Κοίτα πως έγινα, σου αρέσει;
- Είσαι υπέροχο, απαντά χαμογελαστό το παλιό κτίριο.
Από τη μέρα εκείνη, έγιναν κολλητοί. Όλη μέρα μιλούσαν και σχολίαζαν. Το παλιό κτίριο έδινε συμβουλές στο καινούργιο και ξαναβρήκε τη χαρά του. Το καινούργιο κτίριο χάρη στο παλιό καταπολέμησε τους φόβους του… Έγιναν οι καλύτεροι φίλοι και ήταν ευτυχισμένοι.
Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα. Δεν μπορούσαν ποτέ μα ακουμπήσουν το ένα το άλλο. Ήθελαν τόσο πολύ να αγκαλιαστούν, να πάνε μια βόλτα, να φάνε παρέα, όπως ακριβώς κάνουν και οι άνθρωποι…
- Δεν το αντέχω άλλο αυτό, να είμαι κολλημένο στη θέση μου λέει το νέο κτίριο.
- Τόσα χρόνια είμαι έτσι εγώ, πάντα έκανα αυτό που έπρεπε, τώρα κι εγώ δεν αντέχω… Μου έρχεται να εκραγώ και να τους ρίξω όλους κάτω.
- Δεν μπορεί, θα υπάρχει μια λύση.
- Είσαι νέο ακόμα και δεν ξέρεις, μόνο ένας σεισμός θα μπορέσει να μας μετακινήσει…
Στο ύπνο τους έβλεπαν το ίδιο όνειρο, ότι λύγιζαν τις κορυφές τους και τα δύο, την ώρα που οι άνθρωποι κοιμόντουσαν, κι έμεναν έτσι αγκαλιασμένα μέχρι το πρωί. Και αυτό έκανε λίγο καλύτερη την πραγματικότητα…
Βασικά έκανε υπέροχη την πραγματικότητα γιατί τα κτίρια είχαν τόσο πολλά να ονειρευτούν και τόσες ιστορίες ονείρων για να πουν την επόμενη μέρα που πλέον τίποτα δεν τα χώριζε.
Και η πόλη, με τα τεράστια κτίρια με τους πολλούς ανθρώπους, που μόνο γίνονταν περισσότερο γκρι μέρα με τη μέρα, φάνταζε στα δυο κτίρια η πιο όμορφη σε όλο τον πλανήτη γιατί είχαν το ένα το άλλο…
Κείμενο: Άννα Πατσωνη
Εικόνα από Firefly