Πριν λίγα χρόνια, σε μια λίμνη, πολύ μακριά από τη δική μας χώρα, σε ένα μέρος εξωτικό και παραδεισένιο, ζούσε η Λίνα. Όχι οποιαδήποτε Λίνα. Η γνωστή σε όλους, Λίνα Κροκοδειλίνα! Δεν την ξέρετε; Χάνετε! Η Λίνα ζούσε για πολλά χρόνια σε έναν βρόμικο βάλτο, μέχρι που κάποια στιγμή κατάλαβε πως έχει φοβερή και τρομερή φωνή κι αποφάσισε να πάρει τα μπογαλάκια της και να μετακομίσει σ’ άλλη λίμνη.
- Μαμά, μπαμπά, εγώ θα φύγω! ανακοίνωσε μια μέρα στους γονείς της δίχως καμία εξήγηση.
- Μα, Λίνα μας, πού θα πας; Είσαι μικρή κι ο κόσμος μεγάλος. Ξέρεις πόσοι κροκόδειλοι θα σε έχουν για πρωινό; απάντησε αγανακτισμένος ο πατέρας της, ο Ρόκι, που της είχε τόσο μεγάλη αδυναμία και δεν ήθελε με τίποτα να φύγει η μονάκριβη κόρη του από κοντά του.
- Θα φύγω, σου λέω! Θα πάω να κάνω καριέρα! απάντησε γεμάτη πείσμα εκείνη κι έκανε πράξη τα λόγια της την επόμενη κιόλας μέρα.
Η Λίνα έφυγε από τον βάλτο, αν και ήξερε πόσο αισθητή θα ήταν η απουσία της, για να κάνει πραγματικότητα το πιο μεγάλο της όνειρο. Να γίνει γνωστή και καταξιωμένη τραγουδίστρια. Πίστευε στον εαυτό της, στο ταλέντο της και στις δυνατότητες της. Όμως, γνώριζε καλά πως η ζωή της θα ήταν δύσκολη και γεμάτη κούραση.
- “Για δες εκείνη εκεί, κοίτα την πως κουνιέται, ποια νομίζει ότι είναι;” είπε η Σόνια στον Σάκη.
- “Φαίνεται θα είναι κάποια πλούσια και κακιά. Δες την πως μας κοιτάει, λες και είμαστε μυρμήγκια.”
Κάθε που κολυμπούσε η Λίνα στη νέα της λίμνη, άκουγε τέτοιες συζητήσεις πίσω από την πλάτη της. Ήξερε καλά πως όλες αυτές οι κακίες ήταν μόνο από ζήλια και δεν στεναχωριόταν καθόλου. Για την ακρίβεια, αδιαφορούσε παντελώς! Ειδικά για την Σόνια και τον Σάκη, τους πιο κουτσομπόληδες της λίμνης, που δεν έχαναν ευκαιρία να σχολιάσουν καθένα κάτοικό της. Και μόνο που ανέπνεες θα το κατέκριναν αυστηρά. Ήταν αγαπημένοι, πάντως, και ταίριαζαν ο ένας στον άλλον γάντι!
“Ποια είναι εκείνη εκεί;” ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Θωμάς, ο κολλητός του Σάκη που καθόλου δε συμφωνούσε με κουτσομπολιά και σχολιασμούς αλλά τους αγαπούσε τους φίλους του και τους ανεχόταν με τα στραβά τους.
- “Μια καινούρια της λίμνης. Τι μας νοιάζει όμως εμάς; Λες και θα την κάνουμε φίλη...” απάντησε κοφτά και σχεδόν με ζήλια η Σόνια
- “Και γιατί να μην την κάνουμε;” ρώτησε ο Θωμάς.
- “Πού την ξέρουμε; Ξέρουμε αν είναι καλός κροκόδειλος; Αν ταιριάζει στην παρέα μας;” απάντησε αμέσως η Σόνια, κοκκινίζοντας από θυμό.
- “Για να τα μάθουμε αυτά πρέπει να την γνωρίσουμε.” είπε αποφασιστικά ο Θωμάς και κολύμπησε προς το μέρος της.
Η Λίνα του έριχνε από πριν κλεφτές ματιές, αφού ήταν ο πιο όμορφος κροκόδειλος που είχε δει ποτέ της. Καθώς την πλησίαζε η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει.
- Γεια σου, είμαι ο Θωμάς. Σε είδαμε που καθόσουν μόνη σου, μάθαμε πως είσαι νέα στη λίμνη και σκεφτήκαμε να σε προσκαλέσουμε στην παρέα μας. Άλλωστε, η μοναξιά δεν είναι καλό πράγμα. Με εμάς θα περνάς τέλεια. της είπε προσπαθώντας να μη χάσει τα λόγια του από το άγχος
- Είμαι η Λίνα, χάρηκα. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας αλλά δυστυχώς έχω πρόβα, απάντησε χαμογελώντας.
- Πρόβα; Είσαι ηθοποιός; ρώτησε περίεργα ο Θωμάς
- Είμαι τραγουδίστρια και σύντομα θα γίνω γνωστή και θα με μάθουν όλοι!
Ο Θωμάς εντυπωσιάστηκε. Έπαιζε και εκείνος πιάνο και λάτρευε τη μουσική.
- Δεν θα το πιστέψεις! Είμαι πιανίστας. Θα ήθελα πολύ να έρθεις στο συγκρότημά μου, αν θέλεις φυσικά. της πρότεινε γεμάτος χαρά
- Συγκρότημα; Φυσικά! Άκυρο η πρόβα, θα έρθω μαζί σου!
Πράγματι, η Λίνα πήγε μαζί με τον Θωμά, ήπιαν ένα καφεδάκι στα γρήγορα και πήγαν να κάνουν τη δική τους πρόβα με τους υπόλοιπους της μπάντας. Ο Άλεξ, η Πέγκυ κι ο Σωτήρης τους περίμεναν σε ένα κοντινό μαγαζί και έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν αντίκρισαν τη Λίνα, αφού ήταν πραγματικά τόσο όμορφη και γλυκιά. Έκαναν τις πρόβες τους, γνωρίστηκαν, έγιναν μια ομάδα και άρχισαν τις συναυλίες. Περιοδείες, χαμός, κόσμος, πολλά χρήματα και φυσικά δόξα. Όλα όσα ήθελε η Λίνα και όσα ονειρευόταν πριν φύγει από το σπίτι της. Φίλοι, καριέρα, όμορφη ζωή, αν και κουραστική, και πολύ πολύ γέλιο. Περνούσαν πραγματικά όμορφα κι ήταν αγαπημένοι. Της άρεσε που ξέφυγε από τη μοναξιά της και μπορούσε πια να μοιράζεται τις χαρές της. Ήταν αληθινά ευτυχισμένη, έζησε το όνειρό της και δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφαση της.
Κείμενο: Κάτια Σταύρου
Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια