παιδι

Μια φορά κι έναν καιρό, στο Γκρι Βασίλειο ζούσε ο Βασιλιάς της Καρδιάς Θούρις με τη Μεγάλη Βασίλισσα Ριάνα.

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα όμορφο, γερό, καφέ άλογο με μαύρη χαίτη και ουρά. Τον έλεγαν Popcorn και περνούσε τη ζωή του ήσυχα. Έμενε σε έναν ιππικό όμιλο όπου όλοι τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν.

Κάποτε υπήρχε ένα παζλ σ' ένα δωμάτιο παιδικό έστεκε εκεί στα ράφια του μόνο του για πολύ καιρό ποτέ του δεν το έβγαζε να παίξει το παιδί καθώς ένα κομμάτι του είχε πια αλλαχθεί.

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ο Τομ, ένα ήσυχο και όμορφο παιδάκι μαζί με την οικογένεια του. Το όνειρο του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος και τρανός μάγειρας που όλοι θα τον θαύμαζαν. Πολλές φορές στεναχωριόταν γιατί ήταν πολύ μικρός και είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του ούτως ώστε να καταφέρει να μαγειρέψει μόνος του.

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα που επιθυμούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Κάποια μέρα και αφού είχε περάσει πολύς καιρός, η βασίλισσα πήγε για μπάνιο στην λίμνη.

Ένας ήρεμος άνθρωπος κάποτε κατοικούσε σε ένα χωριό. Καμία προσβολή, καμία κακία που άκουγε δεν τον πείραζε.

Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.

Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας πολύ φτωχός αγρότης. Τα βράδια στο σπίτι του άναβε το τζάκι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πλούσιος κτηματίας, που δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, παρά τον μονάκριβο γιο του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ φοβητσιάρης, φοβόταν ακόμα και την ίδια του τη σκιά. Ένα βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο: πως το γιο του τον έφαγε ένα λιοντάρι.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο Αλαντίν, ο γιος ενός φτωχού ράφτη, που είχε πεθάνει όταν το αγόρι ήταν ακόμη πολύ μικρό.