φαντασία

Ο Μάξιμος στρογγυλοκάθισε στην πολύχρωμη πολυθρόνα του παππού και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Η καρδιά του κόντευε να «σπάσει» από το τρέξιμο, αλλά και από την αγωνία.

Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.