όνειρα

Μέσα σ’ ένα καταπράσινο δάσος, στη ρίζα ενός μεγάλου πλάτανου, ήταν ξαπλωμένος ο κύριος Λαγός. Μασούλαγε ευτυχισμένος το καρότο του, όταν ξαφνικά δίπλα του, ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός. Πετάχτηκε επάνω και είδε τον φίλο του τον κύριο Σαλιγκάρη να αναστενάζει και να κοιτάζει τον ουρανό.

Το βράδυ που ξαπλώνω
στο μαγικό μου μαξιλάρι
ωραίες σκέψεις κάνω
μέχρι ο ύπνος να με πάρει.
Κι αν ένα όνειρο
ξάφνου με τρομάξει
μεριά στο μαξιλάρι αλλάζω
και το όνειρο κι αυτό θα αλλάξει.

Κάπου, σε μια πεδιάδα μακρινή ζει μία χαριτωμένη μαϊμουδίτσα ταπεινή. Το όνομά της είναι Βίκυ και της αρέσει να τραγουδάει. Με τις πιο απλές λέξεις κάνει στιχάκια.

Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένα αγοράκι, ο Άγγελος. Ήταν πάντα ατημέλητο, και στο σχολείο δεν είχε πολλούς φίλους. Σπάνια έπαιζε με τα άλλα παιδιά και αυτό μόνο όταν τους έλειπε κάποιος παίκτης και δεν γινόταν να παίξουν αλλιώς. Μάλιστα καμία φορά το κορόιδευαν για τα παλιά ρούχα που φόραγε. Και κάποιες άλλες φορές επειδή ήταν σκισμένα. Μα αυτός δεν έλεγε τίποτα.

«Άραγε, ποιος να μένει σε αυτό το μανιταρόσπιτο;», ρωτάνε τα σύννεφα. «Μα φυσικά, ποιος άλλος; Ο Χέρμαν!», απαντάει ο ήλιος. «Και ποιος είναι ο Χέρμαν;», ρωτάνε ξανά τα σύννεφα. «Δεν ξέρετε τον Χέρμαν; Ελάτε να σας τον γνωρίσω!», λέει ο ήλιος.