Τζένη Μαλανδρένη

Ο Μάξιμος στρογγυλοκάθισε στην πολύχρωμη πολυθρόνα του παππού και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Η καρδιά του κόντευε να «σπάσει» από το τρέξιμο, αλλά και από την αγωνία.

- Δεν αντέχω άλλο Μηνά! Πονάνε τα πόδια μου.

- Έλα, μην τα παρατάς Ελένη. Φτάνουμε. Να, δώσε μου το χέρι σου.

Πίσω απ’ το ιερό στο ολόλευκο εκκλησάκι της Αγια Μαρίνας στην Αμοργό, ένας πεύκος και ένα κυπαρίσσι. Φουντωτό φουντωτό με στιβαρό κορμό το ένα, ψηλόλιγνο με αρχοντική ομορφιά το άλλο. Από τη στιγμή που φύτρωσαν, φύτρωσε και η αγάπη του ενός για το άλλο.

Μήπως είναι φίλη σου ή αδερφή σου; Ή μήπως μένει στη γειτονιά σου; Ναι, για τη Λουκρητία μιλάω, τη φωνακλού!

Σ’ ένα ολόλευκο σοκάκι της Αμοργού, ο κύριος Ζήσης έδινε κάθε βράδυ χαρά σ’ όλους τους περαστικούς και, κυρίως, στα παιδιά. Μπροστά απ’ τα ασβεστωμένα σπίτια με τα μπλε και πράσινα παράθυρα και τις αυλές με τις φούξια μπουκαμβίλιες, έστηνε το μικρό του "μαγαζάκι"!

Σε μια γειτονιά της Αθήνας, γκρι από το πολύ τσιμέντο και τις πολυκατοικίες, ένα μικρό μαγαζάκι την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες, θυμίζοντας στον κάθε βιαστικό περαστικό, πως όλοι κάποτε ήμασταν παιδιά.