Ένας νεαρός κάποτε επισκέφτηκε έναν σοφό γέροντα. Ήταν ιδιαιτέρως θλιμμένος και πικραμένος.
αχλάδι
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και ψάρι δεν έπιανε. Όταν ήρθε η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του: «Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Μια φορά κι έναν καιρό, ο βασιλιάς των πουλιών ο αντρειωμένος αετός ήτανε στα κέφια του. Το κυνήγι είχε πάει καλά εκείνη την ημέρα με ένα πεντατρυφερο αρνάκι που βρέθηκε στο δρόμο του και τώρα ήθελε να διασκεδάσει...
Η Νένα, η μικρή πεταλουδίτσα κάθισε στην άκρη ενός μεγάλου, κατακόκκινου λουλουδιού και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα πάνω στα ροζουλί μαγουλάκια της.
Ένα αστέρι κάθοταν ψηλά στους ουρανούς
Ήξερε πως τον θαύμαζαν
Μα ήθελε ναν μ' αυτούς
Τους γήινους που το θωρούν πως είναι μαγικό
Ένα αστέρι κάθονταν ψηλά στον ουρανό
Σε μία πόλη που έμοιαζε με παραμύθι, κατοικούσε μία πριγκίπισσα η οποία έχαιρε της εκτίμησης όλων των κατοίκων για την καλή και ζεστή της καρδιά. Ήταν πάντοτε γλυκιά και ευγενική με όλους, δίχως ίχνος κακίας και αποστροφής για κανέναν άνθρωπο.
Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο.
Μια φορά κι έναν καιρο πάνω σ' ένα ξεχασμένο παλιό κεραμιδόσπιτο, στο άκρη ενός μικρού χωριού της Φθιώτιδας, ζούσαν τρεις γάτες που με τον καιρό είχαν γίνει φιλενάδες.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας έμπορος, ο κυρ Θωμάς, που είχε τρεις κόρες. Μια μέρα έπρεπε να φύγει μακρυά σε ταξίδι, και πήγε να χαιρετήσει τις κόρες του.
Υπήρχε κάποτε μία μπάμπουσκα, που μέσα της είχε επτά μικρά παιδάκια. Ήταν πολύ χαρούμενη για τα παιδάκια της η μπάμπουσκα αυτή. Όλα μέσα της φώλιαζαν κι ευτυχισμένα ζούσαν.