Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο. Όμως καθώς κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"
Και έτσι έγινε. Όταν γεννήθηκε η κόρη της βασίλισσας είχε λευκό δέρμα σαν το χιόνι, κόκκινα μάγουλα σαν το αίμα και τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν το ξύλο του παραθύρου. Γι’ αυτό ονόμασαν το κορίτσι "Χιονάτη".
Μια μέρα όμως η βασίλισσα πέθανε και ο βασιλιάς σύντομα παντρεύτηκε μια καινούρια βασίλισσα που ήταν πολύ όμορφη αλλά και πολύ κακιά και δεν ήθελε καμιά να είναι ομορφότερη από αυτήν.
Η κακιά βασίλισσα είχε έναν μαγικό καθρέφτη τον οποίο κοιτούσε και τον ρωτούσε:
"Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες;"
Και ο καθρέφτης απαντούσε: "Εσύ βασίλισσά μου είσαι η ομορφότερη από όλες!"
Όμως όσο η Χιονάτη μεγάλωνε γίνονταν όλο και πιο όμορφη και μόλις έγινε εφτά χρονών ήταν το ίδιο όμορφη με την βασίλισσα.
Τότε μια μέρα όταν η βασίλισσα ρώτησε τον καθρέφτη ποια είναι η πιο όμορφη ο καθρέφτης απάντησε:
"Βασίλισσά μου μπορεί να είσαι πολύ όμορφη, αλλά η Χιονάτη είναι ομορφότερη από εσένα!"
Όταν η βασίλισσα το άκουσε αυτό χλώμιασε και θύμωσε πολύ. Τότε φώναξε έναν υπηρέτη της και του είπε: "Πήγαινε τη Χιονάτη βαθιά μέσα στο δάσος και φρόντισε να μην την ξαναδώ."
Ο υπηρέτης υπάκουσε και οδήγησε την Χιονάτη στο δάσος αλλά την τελευταία στιγμή την λυπήθηκε και δεν μπόρεσε να της κάνει κακό.
"Δεν θα σε πειράξω κοριτσάκι" της είπε και την άφησε. Αν και ήταν σίγουρος ότι τα άγρια ζώα του δάσους θα την σκότωναν, ένιωσε καλά με την απόφασή του να μην της κάνει κακό αλλά να την αφήσει στην τύχη της.
Η Χιονάτη περιπλανιόταν μόνη της στο δάσος και ήταν πολύ φοβισμένη από τα άγρια ζώα που ζούσαν εκεί. Μόλις έφτασε το βράδυ, για καλή της τύχη βρήκε μια καλύβα και μπήκε μέσα να ξεκουραστεί και να προστατευθεί.
Όλα τα πράγματα μέσα στην καλύβα ήταν καθαρά και νοικοκυρεμένα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα λευκό τραπεζομάντηλο και επάνω σ' αυτό υπήρχαν εφτά μικρά πιάτα με εφτά μικρά καρβέλια ψωμί και εφτά ποτήρια με κρασί. Επίσης υπήρχαν εφτά μαχαίρια και εφτά πηρούνια τακτοποιημένα δίπλα στα πιάτα. Η Χιονάτη είδε ακόμη ότι στο βάθος δίπλα στον τοίχο υπήρχαν εφτά μικρά κρεβάτια.
Η Χιονάτη ήταν κουρασμένη και πεινούσε πολύ. Έφαγε λοιπόν ένα κομμάτι από το κάθε καρβέλι ψωμί και ήπιε μια γουλιά από το κάθε ποτήρι κρασί. Μετά θέλησε να κοιμηθεί. Ξάπλωσε λοιπόν σε ένα από τα κρεβάτια, όμως ήταν πολύ μακρύ, ενώ ένα άλλο ήταν πολύ κοντό και έτσι δοκίμασε όλα τα κρεβάτια ώσπου στο τέλος το έβδομο ήταν στα μέτρα της. Εκεί ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε.
Μόλις πέρασε λίγη ώρα, γύρισαν οι ιδιοκτήτες της καλύβας. Ήταν εφτά νάνοι που ζούσαν μέσα στο δάσος και έσκαβαν το βουνό για να βρουν χρυσάφι.
Μόλις μπήκαν στην καλύβα άναψαν τις εφτά λάμπες τους και αμέσως είδαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ο πρώτος είπε: "ποιος κάθισε στο σκαμνάκι μου;"
Ο δεύτερος είπε: "ποιος έτρωγε από το πιάτο μου;"
Ο τρίτος: "ποιος έφαγε από το ψωμί μου;"
Ο τέταρτος: "ποιος χρησιμοποίησε το κουτάλι μου;"
Ο πέμπτος είπε: "ποιος έφαγε με το πιρούνι μου;"
Ο έκτος: "ποιος έκοψε με το μαχαίρι μου;"
Ο έβδομος είπε: "ποιος ήπιε από το κρασί μου;"
Τότε ο πρώτος κοίταξε τριγύρω και είπε: "ποιος ξάπλωσε στο κρεβάτι μου;" Και τότε όλοι παρατήρησαν ότι κάποιος είχε χρησιμοποιήσει τα κρεβάτια τους. Ο έβδομος όμως είδε την Χιονάτη και φώναξε τα αδέρφια του να έρθουν να δουν. Τότε όλοι πήραν τα φαναράκια τους και πλησίασαν να κοιτάξουν την Χιονάτη. "Ω, τι όμορφο κοριτσάκι είναι αυτό!", είπαν όλοι οι νάνοι και συνέχισαν να την κοιτάζουν φροντίζοντας να μην την ξυπνήσουν. Τότε αποφάσισαν να κοιμηθούν μέχρι να έρθει το πρωί ενώ ο έβδομος νάνος κοιμήθηκε από μία ώρα στα κρεβάτια των αδελφών του.
Το πρωί που ξύπνησαν όλοι η Χιονάτη είδε τους νάνους και τους είπε τι της είχε συμβεί. Οι νάνοι που ήταν καλοί, της είπαν να μην στεναχωριέται και ότι μπορεί να μείνει μαζί τους. Ετσι συμφώνησαν να πηγαίνουν αυτοί στη δουλειά τους κι εκείνη να τους μαγειρεύει και να τους βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού.
Έπειτα οι νάνοι έφυγαν για να πάνε να ψάξουν χρυσάφι στο βουνό. Πριν όμως φύγουν είπαν στην Χιονάτη να προσέχει και να μην ανοίγει σε κανέναν γιατί φοβόντουσαν ότι η βασίλισσα θα ανακάλυπτε ότι μένει μαζί τους.
Η βασίλισσα που πίστευε ότι η Χιονάτη είχε πεθάνει, ήταν πλέον σίγουρη ότι αυτή είναι η πιο όμορφη και έτσι πήγε στον μαγικό καθρέφτη και τον ρώτησε:
"Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου από όλες τις γυναίκες ποια είναι η πιο όμορφη;"
Και ο καθρέφτης απάντησε: "Εσύ βασίλισσά μου είσαι η πιο όμορφη σε όλη αυτή τη χώρα. Όμως μακριά, πέρα από τους λόφους, βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί που μένουν οι εφτά νάνοι, εκεί κρύβεται η Χιονάτη που είναι πολύ πιο όμορφη από εσένα!"
Τότε η βασίλισσα, που ήξερε ότι ο καθρέφτης δεν έλεγε ποτέ ψέματα, θύμωσε πάρα πολύ και κατάλαβε ότι ο υπηρέτης της την είχε προδώσει και δεν ότι δεν είχε σκοτώσει την Χιονάτη.
Αποφάσισε λοιπόν να μεταμφιεστεί σε γριούλα πωλήτρια και να πάει να βρει τη Χιονάτη. Όταν έφτασε στο σπίτι των νάνων χτύπησε την πόρτα και είπε:
"Πουλάω όμορφα πράγματα."
Η Χιονάτη, που ήταν εκείνη τη στιγμή μόνη της στο σπίτι, κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τη γριά γυναίκα.
"Καλημέρα καλή κυρία, τι έχεις να πουλήσεις;" ρώτησε.
"Καλά πράγματα, όμορφα πράγματα!" απάντησε η μεταμφιεσμένη βασίλισσα, "έχω κορδόνια και κορδέλες σε όλα τα χρώματα".
Η Χιονάτη σκέφτηκε: "Θα αφήσω την γριούλα να μπει, φαίνεται καλή κυρία» και ξεκλείδωσε την πόρτα.
"Να ‘σαι καλά", είπε η γριούλα, "ω! πόσο άσχημα είναι δεμένος ο κορσές σου! Κάτσε να στον δέσω όμορφα με έναν από τα κορδόνια μου." Η Χιονάτη, που δεν κατάλαβε ότι αυτή ήταν η κακιά βασίλισσα, στάθηκε μπροστά της για να της δέσει τον κορσέ. Τότε η γριούλα έπιασε γρήγορα τα κορδόνια από τον κορσέ και τα έσφιξε τόσο δυνατά που η Χιονάτη δεν μπορούσε να πάρει ανάσα και έπεσε κάτω σαν να είχε πεθάνει. "Αυτό είναι το τέλος της ομορφιάς της" είπε η κακιά βασίλισσα και έφυγε.
Το βράδυ που γύρισαν οι εφτά νάνοι είδαν την Χιονάτη πεσμένη στο πάτωμα και πίστεψαν ότι είχε πεθάνει. Όμως, μόλις πήγαν να σηκώσουν το σώμα της, είδαν την κορδέλα που την έσφιγγε και κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Γρήγορα έκοψαν τα κορδόνια του κορσέ και αμέσως η Χιονάτη άρχισε να αναπνέει και σύντομα ξαναβρήκε το χρώμα της.
Οι επτά νάνοι είπαν στη Χιονάτη: "Η γριούλα που είδες ήταν η κακιά βασίλισσα, γι' αυτό από εδώ και μπρος να προσέχεις και να μην ανοίγεις σε κανέναν όσο λείπουμε."
Όταν η βασίλισσα γύρισε σπίτι ρώτησε πάλι τον καθρέφτη της ποια είναι η πιο όμορφη και ο καθρέφτης της απάντησε ξανά η Χιονάτη!
Η βασίλισσα κατάλαβε ότι η Χιονάτη ζει ακόμη, και θύμωσε πάρα πολύ. Μεταμφιέστηκε λοιπόν πάλι, διαφορετικά όμως από την προηγούμενη φορά, πήρε μαζί της ένα δηλητηριασμένο χτένι και πήγε πάλι στο σπίτι των νάνων.
Μόλις έφτασε χτύπησε και είπε: "Πουλάω όμορφα πράγματα."
Όμως η Χιονάτη που στεκόταν στο παράθυρο απάντησε: "Δεν ανοίγω σε κανέναν."
Τότε η βασίλισσα είπε: "Δε χρειάζεται να ανοίξεις καλή μου κοπέλα, μόνο κοίτα τι ωραία χτένια πουλάω" και έδωσε το δηλητηριασμένο χτένι στην Χιονάτη από το παράθυρο.
Το χτένι ήταν τόσο όμορφο που το κορίτσι αποφάσισε να το βάλει στα μαλλιά της για να το δοκιμάσει.
Μόλις όμως το χτένι άγγιξε το κεφάλι της, το δηλητήριο που ήταν πολύ δυνατό την έριξε κάτω αναίσθητη. "Εκεί κάτω να μείνεις", είπε η βασίλισσα και έφυγε.
Για καλή τύχη της Χιονάτης οι νάνοι γύρισαν πιο νωρίς στο σπίτι εκείνο το βράδυ και μόλις είδαν το κορίτσι αναίσθητο κατάλαβαν τι είχε συμβεί.
Σύντομα βρήκαν το δηλητηριασμένο χτένι και μόλις το έβγαλαν η Χιονάτη συνήλθε και τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί.
Τότε οι νάνοι προειδοποίησαν για άλλη μια φορά την Χιονάτη να μην ανοίγει σε κανέναν όταν λείπουν.
Στο μεταξύ η βασίλισσα πήγε στο σπίτι της και ρώτησε αμέσως τον καθρέφτη της την ίδια ερώτηση. Όταν ο καθρέφτης της απάντησε και πάλι ότι η πιο όμορφη είναι η Χιονάτη, η βασίλισσα άρχισε να τρέμει από την οργή της και είπε: "Η Χιονάτη θα πεθάνει ακόμη και αν μου κοστίσει την ζωή μου."
Τότε πήρε ένα μήλο, πήγε σε ένα μυστικό δωμάτιο του παλατιού και έβαλε μέσα στο μήλο δηλητήριο. Από έξω το μήλο φαίνονταν πολύ ωραίο και γευστικό, όμως όποιος το δοκίμαζε θα πέθαινε αμέσως. Μετά μεταμφιέστηκε σαν γυναίκα χωρικού και ξαναπήγε στο σπίτι των νάνων.
Μόλις χτύπησε την πόρτα η Χιονάτη έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και είπε: "Οι καλοί νάνοι με συμβούλεψαν να μην ανοίξω σε κανέναν." "Κάνε όπως θέλεις" είπε η γυναίκα, "πάρε όμως αυτό το ωραίο μήλο, σου το κάνω δώρο". "Όχι, δεν το θέλω" είπε η Χιονάτη. Η βασίλισσα όμως που ήταν πονηρή της είπε: "Ανόητο κορίτσι! Τι φοβάσαι; Μήπως είναι δηλητηριασμένο; Έλα, εσύ θα φας από την μια μεριά και εγώ από την άλλη."
Το μήλο όμως ήταν έτσι φτιαγμένο που η μια του πλευρά ήταν δηλητηριασμένη ενώ η άλλη όχι! Η Χιονάτη που είχε μπει στον πειρασμό να δοκιμάσει το μήλο, γιατί φαινόταν πολύ νόστιμο, μόλις είδε την γυναίκα να τρώει από τη μια μεριά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και δάγκωσε κι αυτή από την άλλη.
Μόλις όμως δάγκωσε το μήλο έπεσε κάτω και φαινόταν σαν νεκρή. "Αυτή την φορά τίποτα δεν θα σε σώσει" είπε η βασίλισσα και γύρισε πίσω στο σπίτι της.
Τότε ρώτησε πάλι τον καθρέφτη της ποια είναι η πιο όμορφη και επιτέλους ο καθρέφτης της απάντησε:
"Εσύ βασίλισσα μου είσαι η ομορφότερη από όλες" και τότε η κακιά βασίλισσα χάρηκε πολύ.
Όταν ήρθε το βράδυ, οι νάνοι γύρισαν στο σπίτι τους και βρήκαν την Χιονάτη ξαπλωμένη στο πάτωμα. Δεν ανέπνεε καθόλου και φοβήθηκαν ότι είχε πεθάνει. Την σήκωσαν, χτένισαν τα μαλλιά της, έπλυναν το πρόσωπό της με κρασί και νερό όμως δεν μπόρεσαν να την κάνουν καλά.
Τότε την ξάπλωσαν πάνω σε ένα κρεβάτι και την θρηνούσαν για τρεις ολόκληρες μέρες. Σκέφτηκαν να την θάψουν όμως τα μάγουλά της ήταν ακόμη κόκκινα και το πρόσωπό της έμοιαζε όπως όταν ήταν ζωντανή.
Τότε είπαν: "Ποτέ δεν θα την θάψουμε στο κρύο έδαφος".
Την έβαλαν λοιπόν σε ένα γυάλινο κουτί για να μπορούν να την βλέπουν και έγραψαν με χρυσά γράμματα το όνομά της και ότι ήταν κόρη βασιλιά. Μετά τοποθέτησαν το κουτί πάνω σε ένα λόφο και κάθε μέρα ένας κάθονταν εκεί ένας-ένας με τη σειρά για να την προσέχει. Τα πουλιά ήρθαν και αυτά για να θρηνήσουν την Χιονάτη. Πρώτο απ’ όλα ήρθε μια κουκουβάγια, μετά ένα κοράκι και τελευταίο ένα περιστέρι.
Έτσι η Χιονάτη έμεινε ξαπλωμένη για πολλά, πολλά χρόνια και έμοιαζε σαν να κοιμάται γιατί το δέρμα της ήταν ακόμη λευκό σαν το χιόνι, τα μάγουλά της κατακόκκινα και τα μαλλιά της μαύρα.
Μια μέρα έφτασε στο σπίτι των νάνων ένας πρίγκιπας. Είδε το κουτί με την κοπέλα μέσα και διάβασε απ' έξω τα χρυσά γράμματα που έγραφαν ότι την έλεγαν Χιονάτη και ότι ήταν κόρη βασιλιά. Του πρίγκιπα του άρεσε πολύ η Χιονάτη και πρόσφερε στους νάνους λεφτά για να την πάρει μαζί. Εκείνοι όμως του απάντησαν: "Δεν θα την αποχωριστούμε ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου."
Με τα πολλά και αφού κατάλαβαν ότι ο πρίγκιπας ήταν καλός και ότι θα προσέχει τη Χιονάτη, στο τέλος οι νάνοι τον λυπήθηκαν και του έδωσαν το κουτί με την κοπέλα. Την στιγμή όμως που πήγε να σηκώσει το κουτί για να το πάρει μαζί του, το μήλο έπεσε από το στόμα της Χιονάτης και ξύπνησε! Τότε εκείνη ρώτησε: "Πού βρίσκομαι;" Και ο πρίγκιπας απάντησε: "Είσαι ασφαλής μαζί μου." Έπειτα της εξιστόρησε τι είχε συμβεί και είπε: "Σε αγαπώ περισσότερο από όλο τον κόσμο. Έλα μαζί μου στο παλάτι του πατέρα μου και θα γίνεις γυναίκα μου." Η Χιονάτη συμφώνησε και πήγε μαζί με τον πρίγκιπα στο παλάτι όπου άρχισαν οι προετοιμασίες για τον γάμο τους.
Ανάμεσα στους καλεσμένους του γάμου ήταν και ο παλιός εχθρός της Χιονάτης, η κακιά βασίλισσα. Καθώς ντύνονταν με ωραία φορέματα γύρισε στον καθρέφτη της και ρώτησε: "Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποια είναι η πιο όμορφη από όλες;" Και ο καθρέφτης απάντησε: "Εσύ κυρά μου είσαι η πιο όμορφη εδώ, όμως η ομορφότερη από όλες είναι αυτή που θα παντρευτεί τον πρίγκιπα και θα γίνει νέα βασίλισσα."
Όταν το άκουσε αυτό, η κακιά βασίλισσα ένιωσε οργή. Όμως η ζήλια της και η περιέργειά της ήταν τόσο μεγάλες που ήθελε να πάει να δει την νύφη. Μόλις έφτασε στο γάμο και είδε ότι η νύφη ήταν η Χιονάτη που νόμιζε ότι είχε σκοτώσει τότε έσκασε από το κακό της και πέθανε.
Η Χιονάτη και ο πρίγκιπας έζησαν και βασίλεψαν ευτυχισμένοι για πολλά, πολλά χρόνια!