Σ’ ένα παλιό, ερειπωμένο σπίτι, ζούσε μια αραχνούλα μαζί με ολόκληρη την οικογένεια της. Γονείς αδέλφια παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέλφια, θείοι, θείες, δευτεροξαδέλφια, τριτοξαδέλφια κοντινοί και μακρινοί συγγενείς ζούσαν όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Κανείς δεν τους ενοχλούσε και κανέναν δεν ενοχλούσαν. Κάθε μέρα έπλεκαν τους ιστούς τους, κουβεντιάζανε και πότε πότε κουτσομπολεύανε ο ένας τον άλλον για να περνάει ευχάριστα η ώρα τους. Έτσι ήρεμα και όμορφα κυλούσε η ζωή για όλους.
αραχνούλα
Δημοφιλή παραμύθια
Μια ηλιόλουστη μέρα σε ένα μικρό χωριουδάκι, γεννήθηκε ένα αγοράκι ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί.
Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα πανέμορφο κάστρο, ένα κάστρο πάνω στα σύννεφα! Το κάστρο αυτό το φύλαγαν μαγικοί μονόκεροι. Αυτοί οι μονόκεροι ήταν τόσο όμορφοι που σάστιζες από την ομορφιά τους. Είχαν μακρυά βελούδινη χαίτη, πολύχρωμη ουρά και το κέρατό τους ήταν χρυσό.
Σ’ ένα παλιό, ερειπωμένο σπίτι, ζούσε μια αραχνούλα μαζί με ολόκληρη την οικογένεια της. Γονείς αδέλφια παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέλφια, θείοι, θείες, δευτεροξαδέλφια, τριτοξαδέλφια κοντινοί και μακρινοί συγγενείς ζούσαν όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Κανείς δεν τους ενοχλούσε και κανέναν δεν ενοχλούσαν. Κάθε μέρα έπλεκαν τους ιστούς τους, κουβεντιάζανε και πότε πότε κουτσομπολεύανε ο ένας τον άλλον για να περνάει ευχάριστα η ώρα τους. Έτσι ήρεμα και όμορφα κυλούσε η ζωή για όλους.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε δώδεκα κόρες, τη μια ωραιότερη από την άλλη. Κοιμόντουσαν όλες μαζί στο ίδιο μεγαλόπρεπο δωμάτιο και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τη νύχτα, όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, ο βασιλιάς κλείδωνε την πόρτα και την αμπάρωνε. Το πρωί όμως, όταν την ξεκλείδωνε, κάθε φορά έβλεπε κάτι πολύ παράξενο. Τα παπούτσια που φορούσαν οι πριγκίπισσες ήταν όλα σκισμένα και χαλασμένα σα να χόρευαν όλη νύχτα! Κανένας δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πώς γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.
Παπούτσια μεταχειρισμένα εντελώς ολοκαίνουρια! Χρόνια τώρα η ίδια ταμπέλα στο μαγαζάκι του κυρίου Γεράσιμου, στην οδό Αιόλου, στο κέντρο της Αθήνας.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε ένα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοηθήσουν να διασχίσει μια έκταση έρημη.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια.
Το μεσημέρι που η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκαναν μια στάση.
Μια φορα και ένα καιρό ήταν πολλές αμοιβάδες. Η καθεμία αμοιβάδα ήταν ξεχωριστή. Η κάθε αμοιβάδα έφτιαχνε τα δικά της έργα και έκανε κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο. Όλες οι αμοιβάδες ήταν χαρούμενες και δημιουργικές. Ωστόσο, μια μέρα μια αμοιβάδα αποφάσισε να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Δεν της άρεσαν τα πολύχρωμα χρώματα της χαράς. Τη νευρίαζε το πρωτότυπο και το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να κάνει τις υπόλοιπες αμοιβάδες όμοιες μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να τις βουτήξει μέσα στη ρουτίνα και στη δυστυχία, χωρίς να υπάρχει δημιουργία και ελευθερία έκφρασης.
Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει και η μικρή Αριστέα ακόμη περίμενε υπομονετικά το δώρο της από τον Άγιο Βασίλη. Μέχρι στιγμής, της είχε φέρει κούκλες, επιτραπέζια και πολλά καινούρια ρούχα. Όμως, εκείνο που ήθελε πραγματικά, η κρυφή ευχή της δεν είχε πραγματοποιηθεί.
Μια φορά και έναν καιρό, έναν Απρίλη, όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα. O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!».
Μια φορά και έναν καιρό, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.