Η Πέππα είναι πέντε χρονών και ζει με τους γονείς της και τον μικρό της αδελφό, τον Τζορτζ. Πρόκειται για μία αξιολάτρευτη οικογένεια, που όμως δεν είναι και τόσο συνηθισμένη, γιατί ειναι μία οικογένεια γουρουνιών!
βενζινάδικο
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα γαϊδουράκι πολύ εργατικό, το οποίο για χρόνια ολόκληρα κουβαλούσε βαριά σακιά γεμάτα στάρι στο μύλο χωρίς να διαμαρτύρεται.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν όλες οι νεράιδες μαζί σε ένα λιβάδι που ξεκινούσε από την κορυφή ενός πανύψηλου βουνού και τελείωνε στους πρόποδες του. Στο ψηλότερο σημείο ήταν το βασίλειο των νεράιδων, το κάστρο της Χρυσόσκονης, όπου έμενε η βασίλισσα Χρυσηίδα μαζί με την κόρη της.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος μυλωνάς με τα τρία παιδιά του. Ήρθε ο καιρός και ο μυλωνάς αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του είδαν ότι στο μεγαλύτερο γιο του άφηνε το μύλο του, στο δεύτερο γιό άφηνε τον γάιδαρό του και στον μικρότερο γιό άφηνε… μόνο τον γάτο του!
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πόλη της Ελλάδας που λεγόταν Κορώνη, ζούσε ένας πολύ πολύ πλούσιος κύριος, ο κύριος Γιώργος, ο οποίος πέρα από πλούσιος ήταν και πολύ καλός άνθρωπος.
Βοηθούσε οικονομικά φτωχούς ανθρώπους και έκανε πολλές ελεημοσύνες με αποτέλεσμα ο κόσμος να το αγαπάει πάρα πολύ.
Μια ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, μια μικρή - μικρούτσικη Νεραϊδούλα βρήκε ένα παπουτσάκι μιας κούκλας. Ήταν ένα ωραίο μικρό παπουτσάκι πέτσινο και γαλάζιο σαν τον ουρανό.
"Πόσο χρήσιμο είναι αυτό το κουκλοπάπουτσο! σκέφτηκε η Νεραϊδούλα. Μπορεί να χρησιμεύσει για κούνια ενός μικρού σαλιγκαριού ακόμα και βάρκα ενός μικρού ψαριού".
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.
Μια φορά και έναν καιρό στο νησί Καραβόμυλος ζούσε ένας πειρατής που τον λέγανε Ριχάρδο.
Μια φορά ήταν ένας χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος που ζούσε με την οικογένεια του στην άκρη του χωριού. Καλλιεργούσε ένα χωραφάκι που με πολλή ιδρώτα το όργωνε και το περιποιόταν, και αυτό πλουσιοπάροχα του έδινε τους καρπούς του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά ούτε φτωχός.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε ένα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοηθήσουν να διασχίσει μια έκταση έρημη.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια.
Το μεσημέρι που η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκαναν μια στάση.