Μια φορά κι έναν καιρό στην αρχαία Ελλάδα ζούσε ο Ηρακλής, που ήταν ο δυνατότερος από όλους τους ανθρώπους και ο μεγαλύτερος ήρωας που έγινε ποτέ. Εξολόθρευσε άγρια θηρία, έδιωξε τυράννους και κακούς βασιλιάδες και ήταν δίκαιος και καλός με τους ανθρώπους. Ήταν τόσο ατρόµητος που τα πιο ξακουστά κατορθώµατά του έμειναν για πάντα στην ιστορία, ως οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή.
βόδια
Δημοφιλή παραμύθια
Βαριόταν ο Παραμυθούλης ολομόναχος όλη μέρα στο ράφι πάνω από το κρεβάτι, να κάθεται και να καταπίνει όλη τη σκόνη που η Σοφούλα απορροφημένη όλη μέρα από τα διαβάσματα κι άλλοτε από τα παιχνίδια, άφηνε συχνά να μαζεύεται στα ράφια κι άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει για να σμίξει με τη παρέα του τα άλλα παραμύθια, να παίζει και να περνάει καλά,
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο. Όμως καθώς κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"
Ένας ήρεμος άνθρωπος κάποτε κατοικούσε σε ένα χωριό. Καμία προσβολή, καμία κακία που άκουγε δεν τον πείραζε.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος στο βασίλειο του ουρανού επικρατεί αναστάτωση. Όλοι οι άγγελοι θέλουν να κάνουν τα Χριστούγεννά μας όσο πιο όμορφα γίνεται. Άλλοι ετοιμάζουν το χιόνι που θα πέσει, άλλοι φροντίζουν το πνεύμα των Χριστουγέννων να πάει παντού, κάποιοι ετοιμάζουν τα μικρά θαύματα που θα γίνουν, κάποιοι άλλοι ελέγχουν τα φτερά τους ώστε να είναι έτοιμα για να πετάξουν από άκρη σε άκρη σε όλη τη γη και όλοι ψέλνουν με την υπέροχη, αγγελική φωνή τους.
Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της.
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν όμορφο κήπο με λαχανικά ζούσε ένα μικρό σαλιγκάρι. Όπως όλα τα σαλιγκάρια αγαπούσε τη βροχή. Μόλις σταματούσε να βρέχει, τσουπ, αμέσως έβγαινε βόλτα. Το μικρό μας σαλιγκάρι ήταν και πολύ περίεργο. Ήθελε συνέχεια να μαθαίνει καινούρια πράγματα.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος. Τον συντρόφευαν στο κυνήγι όλοι οι φίλοι του και οι αυλικοί.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια μικρή κουνελίτσα, η Νέλι. Ζούσε με την οικογένεια της κοντά σε ένα μεγάλο ποτάμι. Είχαν επιλέξει αυτό το μέρος γιατί είχε πολλή ωραία θέα και επειδή είχαν όλα όσα χρειαζόντουσαν!
«Μπρρ! Μανούλα μου κρύο που κάνει!» μουρμούρισε τουρτουρίζοντας ένα ποντικάκι.
Μέρες τώρα τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, ψάχνοντας να τρυπώσει κάπου για να ζεσταθεί.
«Τι μέρος είναι αυτό; Όλο μπετόν και άσφαλτο. Δε μπορούσε να έχει λίγο χωματάκι να σκάψω να χωθώ μέσα; Ή κανένα αχυρώνα να κουρνιάσω στο ζεστό χόρτο;»
Από τόσο δα μικρό σποράκι θυμάμαι ένα μεγάλο, ζεστό χέρι να με κρατάει με αγάπη και μια πολύ γλυκιά φωνή να μου μιλά. Να με βάζει τρυφερά στο χώμα και σκεπάζοντάς με να εύχεται να μεγαλώσω και να γίνω. Να γίνω… «τι να γίνω;» σκεφτόμουν τότε. Τώρα ξέρω… ΈΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΝΤΡΟ γεμάτο με πολλά και ζουμερά κεράσια.