Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μέσα στον ωκεανό, εκεί όπου το νερό είναι μπλε και καθαρό σαν κρύσταλλο και δεν φτάνει κανένας ήχος από την επιφάνεια, ζούσε ο Βασιλιάς της Θάλασσας με τους υπηκόους του και τις γοργόνες. Το βασίλειό του ήταν γεμάτο με τα πιο παράξενα λουλούδια και φυτά, κι ανάμεσά τους κολυμπούσαν κάθε λογής ψάρια, μικρά και μεγάλα, σαν τα πουλιά που πετάνε ανάμεσα στα δέντρα της γης.
βυθός
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας μοναχικός γίγαντας στην Αστερούπολη-Αστεροχώρα.
Το όνομα του ήταν Πελώριος. Ήταν τόσο μεγάλος που όσοι τον έβλεπαν τον φοβόντουσαν, και γιαυτό δεν είχε φίλους. Η μόνη του ασχολία ήταν η μαγική του σφεντόνα, την αγαπούσε τόσο πολύ, και ήταν το μοναδικό του όπλο.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα βασίλειο που ήταν χτισμένο πάνω σε ένα μικρό νησί μακριά στην απέραντη θάλασσα ζούσε μια όμορφη πριγκίπισσα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν. Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό σύννεφο που όλο έχανε το δρόμο του. Μια μέρα, μετά από δυνατό αέρα, ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και το μικρό σύννεφο δεν πρόλαβε ν' ακολουθήσει τα αδέρφια του που απομακρύνονταν βιαστικά πάνω από τη θάλασσα. Μίλια μακριά άκουγε μια μουσική από τη φωτεινή ρόδα του λούνα – πάρκ στην παραλία του Φαλήρου. Το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα χίλια χρωματιστά λαμπιόνια που αντανακλούσαν στη θάλασσα, υψωνόταν ως τον ουρανό.
Μια φορά και ένα καιρό ήτανε ένα πολύ όμορφο και γλυκό κοριτσάκι που το λέγανε Βάνα. Είχε και ένα μικρό πουλάρι, τη Λίζα. Περνούσε ατέλειωτες ώρες μαζί της η Βάνα και η Λίζα την αγαπούσε πολύ.
Μία μέρα, η Βάνα ήτανε στο κήπο της και συνάντησε μία φίλη της την Αννούλα. Η Αννούλα τη ρώτησε:
- Τι κάνεις εδώ;
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Σε μια γειτονιά της Αθήνας, γκρι από το πολύ τσιμέντο και τις πολυκατοικίες, ένα μικρό μαγαζάκι την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες, θυμίζοντας στον κάθε βιαστικό περαστικό, πως όλοι κάποτε ήμασταν παιδιά.
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας έμπορος ο οποίος είχε τρεις κόρες που τις αγαπούσε περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια μέρα, ο έμπορος έπρεπε να κάνει ένα μακρινό ταξίδι για να αγοράσει κάποια αγαθά. Προτού φύγει, ρώτησε τις κόρες του αν επιθυμούν να τους φέρει δώρα.
Ένας νεαρός κάποτε επισκέφτηκε έναν σοφό γέροντα. Ήταν ιδιαιτέρως θλιμμένος και πικραμένος.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.