Μια φορά έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια πτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Δούλευαν όλοι σκληρά για να ζήσουν, αλλά η ζωή στην εξοχή ήταν δύσκολη. Ήσαν άκληροι και αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν, όμως και οι άλλοι χωριανοί ήσαν το ίδιο πτωχοί και δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν καθώς το χωριό είχε άγονη και κακοτράχαλη γη. Παρ’ όλη την φτώχεια τους, ήσαν άνθρωποι καλοί Χριστιανοί και υπέμεναν με υπομονή τα πάνδεινα με την προσευχή στο στόμα τους και την καλοσύνη στην καρδιά τους. Ζούσαν ενάρετο βίο σύμφωνα με τις καταβολές του Χριστού, καταβολές τα οποίες δίδασκαν στα παιδιά τους, που τις άκουαν υπάκουα και με ευλάβεια.
εργασία
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς που είχε τρεις γιους και τους αγαπούσε πολύ. Μια μέρα αποφάσισε να δει πόσο τον αγαπούσαν κι εκείνοι. Φώναξε λοιπόν τον καθένα και τον ρώτησε πόσο τον αγαπάει.
"Σ' αγαπώ όσο αγαπώ το χρυσάφι και τα κοσμήματα", είπε ο πρώτος γιος και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.
Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι που όπως ξέρουμε είναι ο βασιλιάς των ζώων – αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα που ήθελαν πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Επιτέλους μετά από πολύ καιρό, η γυναίκα έμεινε έγκυος και περίμενε να φέρει στον κόσμο ένα μωράκι.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο Αλαντίν, ο γιος ενός φτωχού ράφτη, που είχε πεθάνει όταν το αγόρι ήταν ακόμη πολύ μικρό.
Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο παππούς γουρουνάκης ήταν μικρό παιδί είχε πάει βόλτα σε ένα πανηγύρι. Καθώς έκανε βόλτα στα όμορφα μαγαζάκια, κάτι ιδιαίτερο κέντρισε την προσοχή του σε ένα μαγαζί που πουλούσε παλιά πράγματα. Ήταν ένα ιδιαίτερο κουτί από ξύλο, γεμάτο σκόνη και είχε μόνο ένα κουμπί.
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν όμορφο κήπο με λαχανικά ζούσε ένα μικρό σαλιγκάρι. Όπως όλα τα σαλιγκάρια αγαπούσε τη βροχή. Μόλις σταματούσε να βρέχει, τσουπ, αμέσως έβγαινε βόλτα. Το μικρό μας σαλιγκάρι ήταν και πολύ περίεργο. Ήθελε συνέχεια να μαθαίνει καινούρια πράγματα.
Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μέσα στον ωκεανό, εκεί όπου το νερό είναι μπλε και καθαρό σαν κρύσταλλο και δεν φτάνει κανένας ήχος από την επιφάνεια, ζούσε ο Βασιλιάς της Θάλασσας με τους υπηκόους του και τις γοργόνες. Το βασίλειό του ήταν γεμάτο με τα πιο παράξενα λουλούδια και φυτά, κι ανάμεσά τους κολυμπούσαν κάθε λογής ψάρια, μικρά και μεγάλα, σαν τα πουλιά που πετάνε ανάμεσα στα δέντρα της γης.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος με πολλά όμορφα λουλούδια, δέντρα πράσινα πουλιά κάθε λογής ζούσε ένα μικρό αηδόνι μαζί με την οικογένεια του τον λέγανε Ρίκο.
Το αηδόνι ήταν πολύ θλιμμένο. Τα αδέρφια του, οι φίλοι του δεν τον κάνανε παρέα γιατί δεν ήξερε να κελαηδάει όπως τα άλλα πουλιά, και τον κορόιδευαν.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν σε έναν μεγάλο στάβλο πέντε αγελαδίτσες και ένας ταύρος.
Η Τούλα, η Πούλα, η Ρούλα, η Βούλα και η Σούλα ήταν πέντε όμορφες αγελάδες. Όλες ήταν καφέ, εκτός από την Σούλα, η οποία ήταν ασπρόμαυρη. Μαζί με τις αγελαδίτσες ζούσε και ένας ταύρος που τον έλεγαν Σταύρο.
Τι μπορεί να θέλει μια γυναίκα που φαινεται να εχει τα παντα? Ενα παιδακι! Αν ακολουθησει πιστα τις οδηγιες που της εδωσε μια γρια γυναικα με αιμα νεραϊδας, θα το αποκτησει. Και το ονομα της μικρουλας θα ειναι .....Τοσοδουλα!