«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
Βαριόταν ο Παραμυθούλης ολομόναχος όλη μέρα στο ράφι πάνω από το κρεβάτι, να κάθεται και να καταπίνει όλη τη σκόνη που η Σοφούλα απορροφημένη όλη μέρα από τα διαβάσματα κι άλλοτε από τα παιχνίδια, άφηνε συχνά να μαζεύεται στα ράφια κι άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει για να σμίξει με τη παρέα του τα άλλα παραμύθια, να παίζει και να περνάει καλά,
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πλούσιος κτηματίας, που δεν είχε κανέναν άλλον στον κόσμο, παρά τον μονάκριβο γιο του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ φοβητσιάρης, φοβόταν ακόμα και την ίδια του τη σκιά. Ένα βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο: πως το γιο του τον έφαγε ένα λιοντάρι.
Μια ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, μια μικρή - μικρούτσικη Νεραϊδούλα βρήκε ένα παπουτσάκι μιας κούκλας. Ήταν ένα ωραίο μικρό παπουτσάκι πέτσινο και γαλάζιο σαν τον ουρανό.
"Πόσο χρήσιμο είναι αυτό το κουκλοπάπουτσο! σκέφτηκε η Νεραϊδούλα. Μπορεί να χρησιμεύσει για κούνια ενός μικρού σαλιγκαριού ακόμα και βάρκα ενός μικρού ψαριού".
Τσιτσίρισε καθώς οι φλόγες τύλιγαν το καζάνι... Ήταν η κούνια του Σπαρματσέτου. Και από τη ζεστή κούνια βγήκε ένα κερί χωρίς ψεγάδι. Συμπαγές, λαμπερό, λευκό και λεπτό, ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε έκανε όσους το έβλεπαν να πιστεύουν πως υποσχόταν ένα λαμπρό, ακτινοβόλο μέλλον. Και
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα βασίλειο που ήταν χτισμένο πάνω σε ένα μικρό νησί μακριά στην απέραντη θάλασσα ζούσε μια όμορφη πριγκίπισσα.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Μια φορά και έναν καιρό, ήτανε μία βασιλοπούλα που κάθε πρωί που ξυπνούσε, έλεγε τι όμορφη που είναι.
Μία μέρα, καθώς κοιταζόταν είδε μπροστά στον καθρέφτη της, μία «κακιά μάγισσα» να της λέει:
Βασιλοπούλα μου εσύ,
εγώ είμαι πιο όμορφη,
δεν είσαι εσύ!
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα όμορφο, γερό, καφέ άλογο με μαύρη χαίτη και ουρά. Τον έλεγαν Popcorn και περνούσε τη ζωή του ήσυχα. Έμενε σε έναν ιππικό όμιλο όπου όλοι τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν.