Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό στην Αφρική ζούσε ένας εργατικός χωρικός που τον έλεγαν Μαχμαντού. Μια μέρα ο Μαχμαντού πήγε να δει το χωράφι του δίπλα στο ποτάμι, που είχε φυτέψει φιστίκια… Έκπληκτος ανακάλυψε πώς έλειπε ένα μεγάλο μέρος από τη σοδειά του.
Φαχίμ
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Μια φορά και έναν καιρό, η γυναίκα ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου αρρώστησε βαριά. Και όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της, φώναξε κοντά τη μοναχοκόρη της και της είπε:
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μία αγαπημένη οικογένεια. Αποτελούνταν από τέσσερα μέλη, οι γονείς και τα δύο κορίτσια.
Μια φορά κι έναν καιρό, στην αρχαία Ελλάδα, ο πιο ταλαντούχος μουσικός ήταν ο Ορφέας, ο γιος της Καλλιόπης, μίας από τις Εννέα Μούσες που ήταν κόρες του Δία και χάριζαν έμπνευση στους καλλιτέχνες. Ο Ορφέας έπαιζε λύρα και στο άκουσμα της μουσικής του, τα πουλιά σταματούσαν να πετάνε για να τον ακούσουν ενώ τα άγρια ζώα ημέρευαν και δεν κυνηγούσαν το ένα το άλλο. Ακόμα και τα δέντρα λύγιζαν για να ακούσουν τη μουσική του Ορφέα, που την έφερνε ο άνεμος.
Ήταν ένας άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που ανάθρεψε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε πέτρινες και φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός μόνος του με παρέα και βοηθό την γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι, και μεγάλωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του Θεού όλα τα παιδιά τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από νωρίς έως βραδύς, και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής.
Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία ("A Christmas Carol") είναι το πιο αγαπημένο βιβλίο-παραμύθι του Καρόλου Ντίκενς. Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1843 και αναφέρεται στον παράξενο και τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ ο οποίος άλλαξε ριζικά μετά την επίσκεψη που δέχτηκε από το φάντασμα του πεθαμένου συνεταίρου του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, αλλά και από τρία πνεύματα των Χριστουγέννων: το πνεύμα του Παρελθόντος, το πνεύμα του Παρόντος και το πνεύμα του Μέλλοντος... Το παρακάτω κείμενο είναι η συντομευμένη μετάφραση της πρωτότυπης ιστορίας του Ντίκενς που εκτεινόταν σε 166 σελίδες... Απολαύστε το!
Μια φορά και έναν καιρό, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε ένα γάιδαρο και το αφεντικό του, για να τον βοηθήσουν να διασχίσει μια έκταση έρημη.
Ξεκίνησαν πολύ πρωί, ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο και το αφεντικό του γαϊδάρου δίπλα του, με τα πόδια.
Το μεσημέρι που η ζέστη είχε γίνει αφόρητη έκαναν μια στάση.
Σ’ ένα παλιό, ερειπωμένο σπίτι, ζούσε μια αραχνούλα μαζί με ολόκληρη την οικογένεια της. Γονείς αδέλφια παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέλφια, θείοι, θείες, δευτεροξαδέλφια, τριτοξαδέλφια κοντινοί και μακρινοί συγγενείς ζούσαν όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Κανείς δεν τους ενοχλούσε και κανέναν δεν ενοχλούσαν. Κάθε μέρα έπλεκαν τους ιστούς τους, κουβεντιάζανε και πότε πότε κουτσομπολεύανε ο ένας τον άλλον για να περνάει ευχάριστα η ώρα τους. Έτσι ήρεμα και όμορφα κυλούσε η ζωή για όλους.
Μια φορά και έναν καιρό, ήτανε μία βασιλοπούλα που κάθε πρωί που ξυπνούσε, έλεγε τι όμορφη που είναι.
Μία μέρα, καθώς κοιταζόταν είδε μπροστά στον καθρέφτη της, μία «κακιά μάγισσα» να της λέει:
Βασιλοπούλα μου εσύ,
εγώ είμαι πιο όμορφη,
δεν είσαι εσύ!