Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας πολύ γκρινιάρης αυτοκράτορας που όλη τη μέρα ασχολούνταν με το ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα τα χρήματα του βασιλείου του για να αγοράζει καινούρια και να είναι ντυμένος στην εντέλεια.
φιλαυτία
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό, στο Γκρι Βασίλειο ζούσε ο Βασιλιάς της Καρδιάς Θούρις με τη Μεγάλη Βασίλισσα Ριάνα.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας μπαλωματής και τον έλεγαν Λάζαρο. Μια μέρα, που μπάλωνε, μαζεύτηκαν πολλές μύγες. Ο Λάζαρος τράβηξε ένα μπάτσο και σκότωσε σαράντα μύγες. Τότε πήγε κι έφτιαξε ένα σπαθί κι έγραψε πάνω του: "Με μια τραβησιά σκότωσα σαράντα ψυχές!". Κι αφού το έφτιαξε το σπαθί, κίνησε και πήγε στην ξενιτιά.
Οταν ο Δίας ανέτρεψε τον πατέρα του, τον Τιτάνα Κρόνο, και έγινε αρχηγός όλων των Θεών του Ολύμπου, στράφηκε κατά των ανθρώπων. Ήθελε να τους καταστρέψει όλους για να κάνει μια νέα αρχή. Όμως ένας πανέξυπνος Τιτάνας που μέχρι τότε ήταν σύμμαχος του Δία, ο Προμηθέας, του ανέτρεψε τα σχέδια. Αυτός ο μύθος περιγράφει πως ο Προμηθέας έδωσε τη φωτιά στους ανθρώπους.
Ήταν Απρίλιος όταν γεννήθηκα. Να πω την αλήθεια δεν έβλεπα τίποτα ούτε την Μαμά που με γέννησε. Ξέρετε γιατί; Τα αλεπουδάκια τις πρώτες δέκα - δεκαπέντε μέρες είναι τυφλά.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς κυνηγούσε στο μεγάλο δάσος. Τον συντρόφευαν στο κυνήγι όλοι οι φίλοι του και οι αυλικοί.
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ο Τομ, ένα ήσυχο και όμορφο παιδάκι μαζί με την οικογένεια του. Το όνειρο του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος και τρανός μάγειρας που όλοι θα τον θαύμαζαν. Πολλές φορές στεναχωριόταν γιατί ήταν πολύ μικρός και είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του ούτως ώστε να καταφέρει να μαγειρέψει μόνος του.
Κάποτε σε μία ντουλάπα, όπως μπορεί να συμβαίνει σε πολλές ντουλάπες στον κόσμο, κάθονταν ένα καλοστημένο, μοσχομυριστό, ακριβό, σιδερωμένο, απαλό, γυαλιστερό, μακρύ και συννεφί φόρεμα. Ήταν το πιο όμορφο φόρεμα σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη. Έξω από την ντουλάπα, πεταμένο στην καρέκλα, στο κρεβάτι, καμιά φορά και στο ίδιο το πάτωμα, καθόταν ένα φούτερ.
Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας. Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα. Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας.
Μια φορά και ένα καιρό ήτανε ένα πολύ όμορφο και γλυκό κοριτσάκι που το λέγανε Βάνα. Είχε και ένα μικρό πουλάρι, τη Λίζα. Περνούσε ατέλειωτες ώρες μαζί της η Βάνα και η Λίζα την αγαπούσε πολύ.
Μία μέρα, η Βάνα ήτανε στο κήπο της και συνάντησε μία φίλη της την Αννούλα. Η Αννούλα τη ρώτησε:
- Τι κάνεις εδώ;
Μια φορά ήταν ένας χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος που ζούσε με την οικογένεια του στην άκρη του χωριού. Καλλιεργούσε ένα χωραφάκι που με πολλή ιδρώτα το όργωνε και το περιποιόταν, και αυτό πλουσιοπάροχα του έδινε τους καρπούς του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά ούτε φτωχός.