Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.
φτώχεια
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας γέρος μυλωνάς με τα τρία παιδιά του. Ήρθε ο καιρός και ο μυλωνάς αρρώστησε βαριά και πέθανε. Όταν άνοιξαν τη διαθήκη του είδαν ότι στο μεγαλύτερο γιο του άφηνε το μύλο του, στο δεύτερο γιό άφηνε τον γάιδαρό του και στον μικρότερο γιό άφηνε… μόνο τον γάτο του!
Τι μπορεί να θέλει μια γυναίκα που φαινεται να εχει τα παντα? Ενα παιδακι! Αν ακολουθησει πιστα τις οδηγιες που της εδωσε μια γρια γυναικα με αιμα νεραϊδας, θα το αποκτησει. Και το ονομα της μικρουλας θα ειναι .....Τοσοδουλα!
Κάποτε υπήρχαν κάτι νότες, τυπωμένες σε ένα πεντάγραμμο, ενός βιβλίου, που σχημάτιζαν μία μελωδία για παιδιά.
Η μελωδία αυτή, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή, γι' αυτό και υπήρχε σε πάρα πολλά βιβλία. Και δεν ήταν άλλη από την εξής:
Ντο ντο σολ σολ λα λα σολ, φα φα μι μι ρε ρε ντο
Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μικρή κόκκινη κότα. Μια μέρα ενώ σκάλιζε το χώμα στον αχυρώνα που ζούσε, βρήκε ένα σπόρο σιταριού. Τότε ρώτησε τα υπόλοιπα ζώα του αγροκτήματος: «Ποιος θα φυτέψει αυτό το σιτάρι;»
Εδώ θα βρείτε ένα παραμύθι για τον κορωνοϊό που ξεκίνησε να γράφεται αλλά... έμεινε στη μέση! Περιμένει από εσάς να το συνεχίσετε και να ολοκληρώσετε την ιστορία, με όποιον τρόπο θέλετε, επιστρατεύοντας τη φαντασία και την ευρηματικότητα σας! Για βοήθεια, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ένα από τα 31 βασικά στοιχεία ενός παραμυθιού, τα οποία θα βρείτε στο τέλος του κειμένου.
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα μακρινό βασίλειο στη Φρυγία ήταν ένας βασιλιάς, που τον έλεγαν Μίδα. Ο Μίδας είχε πάθος για το χρυσάφι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν θα πούμε εδώ.
Σ’ ένα παλιό, ερειπωμένο σπίτι, ζούσε μια αραχνούλα μαζί με ολόκληρη την οικογένεια της. Γονείς αδέλφια παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέλφια, θείοι, θείες, δευτεροξαδέλφια, τριτοξαδέλφια κοντινοί και μακρινοί συγγενείς ζούσαν όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Κανείς δεν τους ενοχλούσε και κανέναν δεν ενοχλούσαν. Κάθε μέρα έπλεκαν τους ιστούς τους, κουβεντιάζανε και πότε πότε κουτσομπολεύανε ο ένας τον άλλον για να περνάει ευχάριστα η ώρα τους. Έτσι ήρεμα και όμορφα κυλούσε η ζωή για όλους.
Σε μια γειτονιά της Αθήνας, γκρι από το πολύ τσιμέντο και τις πολυκατοικίες, ένα μικρό μαγαζάκι την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες, θυμίζοντας στον κάθε βιαστικό περαστικό, πως όλοι κάποτε ήμασταν παιδιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς που είχε τρεις γιους και τους αγαπούσε πολύ. Μια μέρα αποφάσισε να δει πόσο τον αγαπούσαν κι εκείνοι. Φώναξε λοιπόν τον καθένα και τον ρώτησε πόσο τον αγαπάει.
"Σ' αγαπώ όσο αγαπώ το χρυσάφι και τα κοσμήματα", είπε ο πρώτος γιος και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.