Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια και ένας κακός λύκος. Ο κακός ο λύκος αφού είχε γκρεμίσει με δυο «φου» τα σπιτάκια από τα πρώτα δυο γουρουνάκια πήγε στο σπίτι που ήταν φτιαγμένο από τούβλα... Εκεί, το τρίτο γουρουνάκι έδωσε στον κακό λύκο ένα καλό μάθημα. Έβρασε νερό στο τζάκι και περίμενε. Ο κακός λύκος προσπάθησε να μπει μέσα στο σπιτάκι από την καμινάδα αλλά έπεσε μέσα στο καυτό νερό και κάηκε η ουρά του. Τρομαγμένος και φοβισμένος εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος...
γαργαλητό
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό, μακριά πολύ μακριά, εκεί που δεν φτάνει ανθρώπινο μάτι και ψηλά πολύ ψηλά, πιο ψηλά και από τις κορυφές των βουνών, πιο πέρα και από τα μαλακά λευκά και ροζ συννεφάκια, μέσα από λαμπερά αστεράκια που μοιάζουν με φαναράκια, τον χρυσοκίτρινο ήλιο που ζεσταίνει τον καταγάλανο ουρανό και το φεγγάρι που ασημοβάφει την θάλασσα
Μια φορά κι έναν καιρό, μακριά πολύ μακριά, υπήρχε μια μαγική χώρα. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να περάσεις θάλασσες, βουνά, λίμνες και ποτάμια. Εκεί, λοιπόν, δε ζούσαν άνθρωποι, παρά μόνο μονόκεροι. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό χαρές μεγάλες είχαν στο παλάτι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα των μονόκερων είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί.
Η σχολική χρονιά είχε ξεκινήσει και τα πρώτα ζόρια με τα μαθήματα ξεκινούσαν. Ευτυχώς, όμως για τα παιδιά, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχαν ένα μικρό διάλειμμα μιας άλλης γιορτής, που αν και σύντομη, ήταν απ' τις αγαπημένες τους γιορτές του κόσμου. Αυτή του Χαλογουίν.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας πολύ φτωχός αγρότης. Τα βράδια στο σπίτι του άναβε το τζάκι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε.
Πίσω απ’ το ιερό στο ολόλευκο εκκλησάκι της Αγια Μαρίνας στην Αμοργό, ένας πεύκος και ένα κυπαρίσσι. Φουντωτό φουντωτό με στιβαρό κορμό το ένα, ψηλόλιγνο με αρχοντική ομορφιά το άλλο. Από τη στιγμή που φύτρωσαν, φύτρωσε και η αγάπη του ενός για το άλλο.
Μια φορά κι έναν καιρό, μαζευτήκανε 40 Γιάννηδες, που όλοι μαζί δεν είχανε ενός κοκκόρου γνώση...
Τα χωράφια στον Πηλό σμίγουν με τη θάλασσα, και όταν είναι βαρυχειμωνιά λάσπες και πηλοί παρασέρνονται στη θάλασσα από τη βροχή, ενώ όταν η θάλασσα είναι τρικυμιώδης, τα κύματα βγαίνουν στη στεριά και τραβούν τα χώματα της γης, μέσα στα θάλασσα. Τα χώματα είναι μαλακά και εύκολα σκάβονται, γι αυτό το λόγο η περιοχή κάποιες φορές χρησίμευε από τους πειρατές μέσα να κρύβουν μπαούλα θησαυρών που κούρσευαν και πλιατσικολογούσαν.
Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πόλη της Ελλάδας που λεγόταν Κορώνη, ζούσε ένας πολύ πολύ πλούσιος κύριος, ο κύριος Γιώργος, ο οποίος πέρα από πλούσιος ήταν και πολύ καλός άνθρωπος.
Βοηθούσε οικονομικά φτωχούς ανθρώπους και έκανε πολλές ελεημοσύνες με αποτέλεσμα ο κόσμος να το αγαπάει πάρα πολύ.