Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε, ένα φτωχό, μα καλό κι αγαπημένο αντρόγυνο. Είχαν ένα ξύλινο σπιτάκι κοντά στο μεγάλο δάσος, κι επειδή ήταν πολύ φτωχοί, ο άντρας πήγαινε κι έκοβε ξύλα κι η γυναίκα του έπλεκε κάλτσες, τα πουλούσαν και ζούσαν φτωχικά, μα πάντα αγαπημένα. Ένα μονάχα καημό είχαν στη ζωή τους: που δεν αξιώθηκαν να κάνουν παιδί, για να τόχουν συντροφιά και παρηγοριά στα γεράματά τους.
καναρίνια
Δημοφιλή παραμύθια
Υπήρχε κάποτε μία μπάμπουσκα, που μέσα της είχε επτά μικρά παιδάκια. Ήταν πολύ χαρούμενη για τα παιδάκια της η μπάμπουσκα αυτή. Όλα μέσα της φώλιαζαν κι ευτυχισμένα ζούσαν.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό σύννεφο που όλο έχανε το δρόμο του. Μια μέρα, μετά από δυνατό αέρα, ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και το μικρό σύννεφο δεν πρόλαβε ν' ακολουθήσει τα αδέρφια του που απομακρύνονταν βιαστικά πάνω από τη θάλασσα. Μίλια μακριά άκουγε μια μουσική από τη φωτεινή ρόδα του λούνα – πάρκ στην παραλία του Φαλήρου. Το τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα χίλια χρωματιστά λαμπιόνια που αντανακλούσαν στη θάλασσα, υψωνόταν ως τον ουρανό.
Μια ιστορία με αφορμή την Εθνική μας Επέτειο μέσω της οποίας οι μικροί μας φίλοι θα μάθουν για το "Όχι" και για την διαφορετικότητα που ενώνει τους λαούς.
Κάποτε οι βάτραχοι διοργάνωσαν έναν αγώνα αναρρίχησης. Στόχος τους ήταν να ανέβουν στην ψηλότερη κορυφή ενός πύργου. Πολλοί άνθρωποι μαζεύτηκαν εκεί να τους υποστηρίξουν.
Ένας ήρεμος άνθρωπος κάποτε κατοικούσε σε ένα χωριό. Καμία προσβολή, καμία κακία που άκουγε δεν τον πείραζε.
Μια φορά και έναν καιρό, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
Ένα αστέρι κάθοταν ψηλά στους ουρανούς
Ήξερε πως τον θαύμαζαν
Μα ήθελε ναν μ' αυτούς
Τους γήινους που το θωρούν πως είναι μαγικό
Ένα αστέρι κάθονταν ψηλά στον ουρανό
- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο παππούς γουρουνάκης ήταν μικρό παιδί είχε πάει βόλτα σε ένα πανηγύρι. Καθώς έκανε βόλτα στα όμορφα μαγαζάκια, κάτι ιδιαίτερο κέντρισε την προσοχή του σε ένα μαγαζί που πουλούσε παλιά πράγματα. Ήταν ένα ιδιαίτερο κουτί από ξύλο, γεμάτο σκόνη και είχε μόνο ένα κουμπί.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι πολύ λαίμαργο. Έτρωγε, έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσο πολύ η κοιλιά του, που δεν μπορούσε να κάνει ρούπι* από τη θέση του!