Από τόσο δα μικρό σποράκι θυμάμαι ένα μεγάλο, ζεστό χέρι να με κρατάει με αγάπη και μια πολύ γλυκιά φωνή να μου μιλά. Να με βάζει τρυφερά στο χώμα και σκεπάζοντάς με να εύχεται να μεγαλώσω και να γίνω. Να γίνω… «τι να γίνω;» σκεφτόμουν τότε. Τώρα ξέρω… ΈΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΝΤΡΟ γεμάτο με πολλά και ζουμερά κεράσια.
κλαδιά
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό, στο μέρος της αρχαίας Ελλάδας που το έλεγαν Θράκη, ήταν μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς.
Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα πανέμορφο κάστρο, ένα κάστρο πάνω στα σύννεφα! Το κάστρο αυτό το φύλαγαν μαγικοί μονόκεροι. Αυτοί οι μονόκεροι ήταν τόσο όμορφοι που σάστιζες από την ομορφιά τους. Είχαν μακρυά βελούδινη χαίτη, πολύχρωμη ουρά και το κέρατό τους ήταν χρυσό.
Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.
Μαμά θέλω καινούρια παπούτσια!
- Κι άλλα; Πριν δυο βδομάδες πήραμε!
- Κι άλλα…
- Να ρωτήσω γιατί;
- Να… Νομίζω πως δε με συμπαθούν πολύ… Και φοβάμαι μη μου κάνουν κακό όπως στο μικρό
Λουκά κάποτε.
- Ποιόν Λουκά; Τι;
Μια φορά και έναν καιρό, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, η Αλίκη καθόταν στον κήπο με την αδερφή της. Διάβαζε ένα βιβλίο, αλλά βαριόταν πολύ!
Τότε, είδε ένα μικρό άσπρο κουνέλι με ροζ μάτια να τρέχει μπροστά της. Η Αλίκη αποφάσισε να αφήσει την αδερφή της και να το ακολουθήσει.
Υπήρχε κάποτε μία μπάμπουσκα, που μέσα της είχε επτά μικρά παιδάκια. Ήταν πολύ χαρούμενη για τα παιδάκια της η μπάμπουσκα αυτή. Όλα μέσα της φώλιαζαν κι ευτυχισμένα ζούσαν.
Ο Μάξιμος όπου σταθεί κι όπου βρεθεί λέει πως ο παππούς του έχει ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο.
- Παππού θέλεις να είσαι ο αρχηγός μου στα ταξίδια που θα κάνω όταν μεγαλώσω;
- Ο ξεναγός σου θέλεις μάλλον να πεις, απαντά εκείνος και γελάει τρανταχτά. Φυσικά, και θέλω!
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα μακρινό βασίλειο στη Φρυγία ήταν ένας βασιλιάς, που τον έλεγαν Μίδα. Ο Μίδας είχε πάθος για το χρυσάφι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν θα πούμε εδώ.
Αγαπημένε μου φίλε, η μαμά μου όταν ήμουν μικρούλι, πιο μικρούλι φαντάσου από εσένα, συνήθιζε να μου τραγουδάει ένα πολύ όμορφο, γλυκό τραγουδάκι:
Σε ένα μικρό, φτωχικό χωριό ζούσε μια οικογένεια χωρικών. Το σπίτι τους μπορεί να ήταν μικρό και παλιό, είχε όμως πάντοτε μια ζεστασιά που προερχόταν από την αγάπη της οικογένειας. Τα αδέρφια ήταν τόσο αγαπημένα κι όλοι στο χωριό ζήλευαν την σχέση τους.