Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ο Τομ, ένα ήσυχο και όμορφο παιδάκι μαζί με την οικογένεια του. Το όνειρο του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος και τρανός μάγειρας που όλοι θα τον θαύμαζαν. Πολλές φορές στεναχωριόταν γιατί ήταν πολύ μικρός και είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του ούτως ώστε να καταφέρει να μαγειρέψει μόνος του.
κλόουν
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό, η γυναίκα ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου αρρώστησε βαριά. Και όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της, φώναξε κοντά τη μοναχοκόρη της και της είπε:
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο ήταν ένα μεγαλόπρεπο παλάτι περιτριγυρισμένο από ένα μεγάλο δάσος. Το δάσος εκείνο ήταν γεμάτο κυνήγι.
Μια φορά και έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι με πολλά δωμάτια, έμενε μια γριά. Το σπίτι ήτανε παμπάλαιο. Κανείς δεν το πρόσεχε πια και οι τοίχοι του είχαν αρχίσει να ραγίζουν, οι σοβάδες να πέφτουν, τα πατώματα να σαπίζουν.
Σ’ ένα ολόλευκο σοκάκι της Αμοργού, ο κύριος Ζήσης έδινε κάθε βράδυ χαρά σ’ όλους τους περαστικούς και, κυρίως, στα παιδιά. Μπροστά απ’ τα ασβεστωμένα σπίτια με τα μπλε και πράσινα παράθυρα και τις αυλές με τις φούξια μπουκαμβίλιες, έστηνε το μικρό του "μαγαζάκι"!
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Σε μια γειτονιά της Αθήνας, γκρι από το πολύ τσιμέντο και τις πολυκατοικίες, ένα μικρό μαγαζάκι την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες, θυμίζοντας στον κάθε βιαστικό περαστικό, πως όλοι κάποτε ήμασταν παιδιά.
Ήτανε μια φορά ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχανε κι ένα γιο. Όσο ήτανε ο βασιλιάς κι βασίλισσα καλοί άνθρωποι, τόσο ήταν ο γιος διαστραμμένος.
Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Ελατοφωλιά δύο πολύ αγαπημένα αδερφάκια, ο Μενέλαος και η Χλόη.
Ο Μενέλαος είχε μαύρα μαλλιά και ματάκια στο χρώμα του μελιού και η Χλόη είχε καστανά μαλλάκια, μάτια πράσινα και ροδοκόκκινα μάγουλα που θύμιζαν ζουμερές φράουλες.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Μια φορά και έναν καιρό στο νησί Καραβόμυλος ζούσε ένας πειρατής που τον λέγανε Ριχάρδο.