Τα χωράφια στον Πηλό σμίγουν με τη θάλασσα, και όταν είναι βαρυχειμωνιά λάσπες και πηλοί παρασέρνονται στη θάλασσα από τη βροχή, ενώ όταν η θάλασσα είναι τρικυμιώδης, τα κύματα βγαίνουν στη στεριά και τραβούν τα χώματα της γης, μέσα στα θάλασσα. Τα χώματα είναι μαλακά και εύκολα σκάβονται, γι αυτό το λόγο η περιοχή κάποιες φορές χρησίμευε από τους πειρατές μέσα να κρύβουν μπαούλα θησαυρών που κούρσευαν και πλιατσικολογούσαν.
Κύπρος
Τα παραμύθια έχουν υπόβαθρο κυρίως την κουλτούρα και την παράδοση των λαών, καθώς και τους θρύλους που δημιουργήθηκαν από παραλλαγές διηγήσεων ζητημάτων που κινούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, και μεταποιημένων αναλόγως πώς εξυπηρετείτο το συμφέρον και η φαντασία τους. Γι αυτό το λόγο πολλές ιστορήσεις και διηγήσεις έχουν κοινή ρίζα, κυρίως όσες βασίζονται στη θρησκεία και στα ήθη και έθιμα του κάθε λαού.
Δημοφιλή παραμύθια
Υπήρχε κάποτε μία μπάμπουσκα, που μέσα της είχε επτά μικρά παιδάκια. Ήταν πολύ χαρούμενη για τα παιδάκια της η μπάμπουσκα αυτή. Όλα μέσα της φώλιαζαν κι ευτυχισμένα ζούσαν.
Μια φορά κι έναν καιρό στην αρχαία Ελλάδα ζούσε ο Ηρακλής, που ήταν ο δυνατότερος από όλους τους ανθρώπους και ο μεγαλύτερος ήρωας που έγινε ποτέ. Εξολόθρευσε άγρια θηρία, έδιωξε τυράννους και κακούς βασιλιάδες και ήταν δίκαιος και καλός με τους ανθρώπους. Ήταν τόσο ατρόµητος που τα πιο ξακουστά κατορθώµατά του έμειναν για πάντα στην ιστορία, ως οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή.
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας στρατιώτης ο οποίος περπατούσε σε έναν επαρχιακό δρόμο δίνοντας ρυθμό στον εαυτό του: «Εν δυο, εν δυο». Ο στρατιώτης είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο και πήγαινε στο σπίτι του. Στην πλάτη του είχε το σακίδιο του και στη μέση του ζωσμένο ένα σπαθί.
Η σχολική χρονιά είχε ξεκινήσει και τα πρώτα ζόρια με τα μαθήματα ξεκινούσαν. Ευτυχώς, όμως για τα παιδιά, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, είχαν ένα μικρό διάλειμμα μιας άλλης γιορτής, που αν και σύντομη, ήταν απ' τις αγαπημένες τους γιορτές του κόσμου. Αυτή του Χαλογουίν.
Μαμά θέλω καινούρια παπούτσια!
- Κι άλλα; Πριν δυο βδομάδες πήραμε!
- Κι άλλα…
- Να ρωτήσω γιατί;
- Να… Νομίζω πως δε με συμπαθούν πολύ… Και φοβάμαι μη μου κάνουν κακό όπως στο μικρό
Λουκά κάποτε.
- Ποιόν Λουκά; Τι;
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Πίσω απ’ το ιερό στο ολόλευκο εκκλησάκι της Αγια Μαρίνας στην Αμοργό, ένας πεύκος και ένα κυπαρίσσι. Φουντωτό φουντωτό με στιβαρό κορμό το ένα, ψηλόλιγνο με αρχοντική ομορφιά το άλλο. Από τη στιγμή που φύτρωσαν, φύτρωσε και η αγάπη του ενός για το άλλο.
Κάποτε οι βάτραχοι διοργάνωσαν έναν αγώνα αναρρίχησης. Στόχος τους ήταν να ανέβουν στην ψηλότερη κορυφή ενός πύργου. Πολλοί άνθρωποι μαζεύτηκαν εκεί να τους υποστηρίξουν.
Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένα αγοράκι, ο Άγγελος. Ήταν πάντα ατημέλητο, και στο σχολείο δεν είχε πολλούς φίλους. Σπάνια έπαιζε με τα άλλα παιδιά και αυτό μόνο όταν τους έλειπε κάποιος παίκτης και δεν γινόταν να παίξουν αλλιώς. Μάλιστα καμία φορά το κορόιδευαν για τα παλιά ρούχα που φόραγε. Και κάποιες άλλες φορές επειδή ήταν σκισμένα. Μα αυτός δεν έλεγε τίποτα.