Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ο Τομ, ένα ήσυχο και όμορφο παιδάκι μαζί με την οικογένεια του. Το όνειρο του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος και τρανός μάγειρας που όλοι θα τον θαύμαζαν. Πολλές φορές στεναχωριόταν γιατί ήταν πολύ μικρός και είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του ούτως ώστε να καταφέρει να μαγειρέψει μόνος του.
μαγειρική
Δημοφιλή παραμύθια
Κάτω από τη Γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος, και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα.
Κάποτε υπήρχε ένα παζλ σ' ένα δωμάτιο παιδικό έστεκε εκεί στα ράφια του μόνο του για πολύ καιρό ποτέ του δεν το έβγαζε να παίξει το παιδί καθώς ένα κομμάτι του είχε πια αλλαχθεί.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν σε έναν μεγάλο στάβλο πέντε αγελαδίτσες και ένας ταύρος.
Η Τούλα, η Πούλα, η Ρούλα, η Βούλα και η Σούλα ήταν πέντε όμορφες αγελάδες. Όλες ήταν καφέ, εκτός από την Σούλα, η οποία ήταν ασπρόμαυρη. Μαζί με τις αγελαδίτσες ζούσε και ένας ταύρος που τον έλεγαν Σταύρο.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο. Όμως καθώς κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"
Στο χωράφι απόψε είχε ξεμείνει από το πρωινό μάζεμα μια πατατούλα. Δεν ήταν από εκείνες τις ολοστρόγγυλες και παχουλές. Ήταν στενόμακρη, λίγο πλακουτσωτή και μ' ένα μικρό εξόγκωμα σαν καρούμπαλο αριστερά από τ' αυτί της.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν 25 στρατιωτάκια, όλα φτιαγμένα στο ίδιο καλούπι από μια παλιά μολυβένια κουτάλα. Ο τεχνίτης τα είχε ζωγραφίσει πολύ όμορφα! Είχε κάνει κόκκινες τις στολές τους και μαύρα τα παντελόνια τους και πράσινα τα καπελάκια τους με ένα κόκκινο φτερό.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια όμορφη χώρα, την Όνειροχώρα, εκεί που ζουν νεράιδες, ξωτικά, εκεί που ανθίζουν λουλούδια, δέντρα μαγικά και τα φύλλα τους είναι στολισμένα από χρυσόσκονη, ζούσε και ένα μικρό χαριτωμένο σκανδαλιάρικο ξωτικό που τον έλεγαν Ζαχαρένιο. Είχε μεγάλα αυτιά και ξεχώριζε από τα άλλα ξωτικά για το δυνατό του γέλιο. Αν προχωρούσες λίγο παρακάτω θα έβλεπες και το σπίτι του που ήταν μικρό και όμορφο χωμένο μέσα στα δέντρα.
Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν. Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας. Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα. Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας.