Η Πέππα είναι πέντε χρονών και ζει με τους γονείς της και τον μικρό της αδελφό, τον Τζορτζ. Πρόκειται για μία αξιολάτρευτη οικογένεια, που όμως δεν είναι και τόσο συνηθισμένη, γιατί ειναι μία οικογένεια γουρουνιών!
παιδική χαρά
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό που λεγόταν Φρυγία, ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Μίδα ο οποίος φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του.
Παπούτσια μεταχειρισμένα εντελώς ολοκαίνουρια! Χρόνια τώρα η ίδια ταμπέλα στο μαγαζάκι του κυρίου Γεράσιμου, στην οδό Αιόλου, στο κέντρο της Αθήνας.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια θυγατέρα. Της έλεγε να την παντρέψει, δεν ήθελε. Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον, κανέναν δεν ήθελε. Του λέει μια μέρα:
Μια φορά κι έναν καιρό, η Δυσκολούλα ήταν μια χαριτωμένη και γλυκύτατη πριγκίπισσα που είχε όμως ένα ελάττωμα. Ήταν το πιο αναποφάσιστο κορίτσι του κόσμου, Δυσκολευόταν πολύ να αποφασίσει τι ακριβώς προτιμάει, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρεί όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και όλους τους άλλους.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια οικογένεια που τους άρεσε να παίζουν μουσική. Ο μπαμπάς, η μαμά και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια έπαιζαν όλα τα όργανα. Κιθάρα, πιάνο, ακορντεόν, βιολί, φλογέρα και όλα τα άλλα.
Κάποτε υπήρχαν κάτι νότες, τυπωμένες σε ένα πεντάγραμμο, ενός βιβλίου, που σχημάτιζαν μία μελωδία για παιδιά.
Η μελωδία αυτή, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή, γι' αυτό και υπήρχε σε πάρα πολλά βιβλία. Και δεν ήταν άλλη από την εξής:
Ντο ντο σολ σολ λα λα σολ, φα φα μι μι ρε ρε ντο
Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο παππούς γουρουνάκης ήταν μικρό παιδί είχε πάει βόλτα σε ένα πανηγύρι. Καθώς έκανε βόλτα στα όμορφα μαγαζάκια, κάτι ιδιαίτερο κέντρισε την προσοχή του σε ένα μαγαζί που πουλούσε παλιά πράγματα. Ήταν ένα ιδιαίτερο κουτί από ξύλο, γεμάτο σκόνη και είχε μόνο ένα κουμπί.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα βασίλειο που ήταν χτισμένο πάνω σε ένα μικρό νησί μακριά στην απέραντη θάλασσα ζούσε μια όμορφη πριγκίπισσα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παπουτσής, εργατικός και πολύ καλός τεχνίτης αλλά πολύ φτωχός. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και, παρότι δούλευε όλη μέρα, δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Με πολύ κόπο έβγαζε το ψωμί του. Ό,τι κέρδιζε το ξόδευε για την οικογένεια του και τις περισσότερες φορές δεν του περίσσευαν χρήματα ούτε για να αγοράσει καινούργια δέρματα.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.