Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.
πειρατικό καράβι
Δημοφιλή παραμύθια
Μία φορά κι έναν καιρό, εδώ και πολλά χρόνια, υπήρχε το Βασίλειο των Χρωμάτων όπου ζούσαν εφτά ιππότες: ο Κόκκινος, ο Πορτοκαλής, ο Κίτρινος, ο Πράσινος, ο Μπλε, ο Λουλακής και ο Βιολετής. Όλοι ήταν γενναίοι και τολμηροί, κι ένιωθαν πολύ περήφανοι για το χρώμα τους.
Ο Κόκκινος Ιππότης έλεγε με μεγάλη ικανοποίηση:
"Η λιβελούλα και ο βάτραχος" είναι ένα παραμύθι σε βίντεο που συνδυάζει ζωντανή αφήγηση, πρωτότυπο τραγούδι και εικόνες από τη φύση.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας στρατιώτης ο οποίος περπατούσε σε έναν επαρχιακό δρόμο δίνοντας ρυθμό στον εαυτό του: «Εν δυο, εν δυο». Ο στρατιώτης είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο και πήγαινε στο σπίτι του. Στην πλάτη του είχε το σακίδιο του και στη μέση του ζωσμένο ένα σπαθί.
Μια φορά και έναν καιρό, ήτανε μία βασιλοπούλα που κάθε πρωί που ξυπνούσε, έλεγε τι όμορφη που είναι.
Μία μέρα, καθώς κοιταζόταν είδε μπροστά στον καθρέφτη της, μία «κακιά μάγισσα» να της λέει:
Βασιλοπούλα μου εσύ,
εγώ είμαι πιο όμορφη,
δεν είσαι εσύ!
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα όμορφο μικρό σπιτάκι στην μέση του δάσους ζούσαν τρία γουρουνάκια μαζί με τους γονείς τους , η Πέππα, ο Τζορτζ και ο Τζόνι...
Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια και ένας κακός λύκος. Ο κακός ο λύκος αφού είχε γκρεμίσει με δυο «φου» τα σπιτάκια από τα πρώτα δυο γουρουνάκια πήγε στο σπίτι που ήταν φτιαγμένο από τούβλα... Εκεί, το τρίτο γουρουνάκι έδωσε στον κακό λύκο ένα καλό μάθημα. Έβρασε νερό στο τζάκι και περίμενε. Ο κακός λύκος προσπάθησε να μπει μέσα στο σπιτάκι από την καμινάδα αλλά έπεσε μέσα στο καυτό νερό και κάηκε η ουρά του. Τρομαγμένος και φοβισμένος εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος...
Μια φορά και έναν καιρό, έναν Απρίλη, όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα. O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!».
Μια ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, μια μικρή - μικρούτσικη Νεραϊδούλα βρήκε ένα παπουτσάκι μιας κούκλας. Ήταν ένα ωραίο μικρό παπουτσάκι πέτσινο και γαλάζιο σαν τον ουρανό.
"Πόσο χρήσιμο είναι αυτό το κουκλοπάπουτσο! σκέφτηκε η Νεραϊδούλα. Μπορεί να χρησιμεύσει για κούνια ενός μικρού σαλιγκαριού ακόμα και βάρκα ενός μικρού ψαριού".
Μια φορά και ένα καιρό, είχε έρθει το καλοκαίρι και ήταν υπέροχο. Στο κάμπο οι αγρότες είχαν μαζέψει το άχυρο και το'χαν βάλει σε μεγάλους σωρούς. Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένας πελαργός με κόκκινα πόδια και τιτίβιζε. Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια, υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου κρυστάλιζαν βαθιές λίμνες.
Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα χωριό κοντά στο δάσος ζούσαν με την οικογένεια τους δυο αδέλφια (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι).
Κοντά στο σπίτι των παιδιών ζούσε άλλη μια οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι. Τα τρία (τα δύο αδέρφια και το κορίτσι που έμενε δίπλα τους) ήταν πολύ καλοί φίλοι κι έκαναν πολύ καλή παρέα.