Μια φορά κι έναν καιρό, στην αρχαία Ελλάδα, ο πιο ταλαντούχος μουσικός ήταν ο Ορφέας, ο γιος της Καλλιόπης, μίας από τις Εννέα Μούσες που ήταν κόρες του Δία και χάριζαν έμπνευση στους καλλιτέχνες. Ο Ορφέας έπαιζε λύρα και στο άκουσμα της μουσικής του, τα πουλιά σταματούσαν να πετάνε για να τον ακούσουν ενώ τα άγρια ζώα ημέρευαν και δεν κυνηγούσαν το ένα το άλλο. Ακόμα και τα δέντρα λύγιζαν για να ακούσουν τη μουσική του Ορφέα, που την έφερνε ο άνεμος.
Περσεφόνη
Δημοφιλή παραμύθια
Τα παραμύθια έχουν υπόβαθρο κυρίως την κουλτούρα και την παράδοση των λαών, καθώς και τους θρύλους που δημιουργήθηκαν από παραλλαγές διηγήσεων ζητημάτων που κινούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, και μεταποιημένων αναλόγως πώς εξυπηρετείτο το συμφέρον και η φαντασία τους. Γι αυτό το λόγο πολλές ιστορήσεις και διηγήσεις έχουν κοινή ρίζα, κυρίως όσες βασίζονται στη θρησκεία και στα ήθη και έθιμα του κάθε λαού.
Άλλη μια μέρα ξημέρωσε στο Χωριό του Αϊ-Βασίλη. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού εργάζονται πυρετωδώς για τη Μεγάλη Μέρα, τη Μέρα της Πρωτοχρονιάς.
Τσιτσίρισε καθώς οι φλόγες τύλιγαν το καζάνι... Ήταν η κούνια του Σπαρματσέτου. Και από τη ζεστή κούνια βγήκε ένα κερί χωρίς ψεγάδι. Συμπαγές, λαμπερό, λευκό και λεπτό, ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε έκανε όσους το έβλεπαν να πιστεύουν πως υποσχόταν ένα λαμπρό, ακτινοβόλο μέλλον. Και
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας μοναχικός γίγαντας στην Αστερούπολη-Αστεροχώρα.
Το όνομα του ήταν Πελώριος. Ήταν τόσο μεγάλος που όσοι τον έβλεπαν τον φοβόντουσαν, και γιαυτό δεν είχε φίλους. Η μόνη του ασχολία ήταν η μαγική του σφεντόνα, την αγαπούσε τόσο πολύ, και ήταν το μοναδικό του όπλο.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας φτωχός άνθρωπος άφησε τη χώρα του και πήγε μετανάστης σε ξένα μέρη για να βρει δουλειά και να ζήσει. Εκεί μπήκε στην υπηρεσία ενός σοφού ηγουμένου. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, πεθύμησε να δει την οικογένειά και την πατρίδα του.
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.
Μια φορά παλιά έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι που αποφάσισε να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί. Κάθισε με τη μάνα του λοιπόν, και σκέφτηκαν όλες τις κοπέλες του χωριού και των περιχώρων, για να βρουν ποια από όλες άρμοζε στον κανακάρη.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.
Μια φορά και έναν καιρό, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, η Αλίκη καθόταν στον κήπο με την αδερφή της. Διάβαζε ένα βιβλίο, αλλά βαριόταν πολύ!
Τότε, είδε ένα μικρό άσπρο κουνέλι με ροζ μάτια να τρέχει μπροστά της. Η Αλίκη αποφάσισε να αφήσει την αδερφή της και να το ακολουθήσει.
Μια φορά και έναν καιρό, στην άκρη του φεγγαριού καθότανε μια μικρή νεράιδα. Κάθε βράδυ έβλεπε στη γη και τραγουδούσε όμορφα τραγούδια στα παιδιά. Ύπνο να έχουνε γλυκό. Καθώς τραγουδούσε το φεγγάρι κολυμπούσε πάνω από θάλασσες και άφηνε τα χρυσά του σχέδια πάνω στα νερά.