Μια φορά κι έναν καιρό, ένα ποντίκι, ένα πουλί κι ένα λουκάνικο έμεναν μαζί στο σπιτικό τους. Το συντηρούσαν όλοι μαζί, αφού ήταν πολύ αγαπημένα, και στο σπιτάκι τους βασίλευε ειρήνη κι ευτυχία αφού ο καθένας έκανε τη δουλειά του.
ρόλοι
Δημοφιλή παραμύθια
Μία φορά κι έναν καιρό, εδώ και πολλά χρόνια, υπήρχε το Βασίλειο των Χρωμάτων όπου ζούσαν εφτά ιππότες: ο Κόκκινος, ο Πορτοκαλής, ο Κίτρινος, ο Πράσινος, ο Μπλε, ο Λουλακής και ο Βιολετής. Όλοι ήταν γενναίοι και τολμηροί, κι ένιωθαν πολύ περήφανοι για το χρώμα τους.
Ο Κόκκινος Ιππότης έλεγε με μεγάλη ικανοποίηση:
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού μια χελώνα, που είχε έναν μεγάλο καημό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πολύ μακρινό δάσος ήταν μια μικρή αρκουδίτσα που την έλεγαν Μπέτυ. Ζούσε με τους γονείς της σε μια μεγάλη πολύχρωμη σπηλιά.
- ”Μαμά μαμά τι δώρο θα μου φέρει φέτος ο Άγιος Βασίλης;” ρώτησε η Μαρία επίμονα.
- “Φέτος αγάπη μου εξαιτίας της πανδημίας ο Άι Βασίλης δεν θα καταφέρει να στείλει τα δώρα του στα παιδάκια”.
- “Δηλαδή κανένας δεν θα πάρει δώρο φέτος”; ρώτησε θλιμμένη.
Μια φορά και έναν καιρό, ένας φτωχός ξυλοκόπος και η γυναίκα του είχαν επτά γιους. Ομως, κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν μάλιστα γεννήθηκε το έβδομο, δεν ξεπερνούσε το μέγεθος ενός ρεβιθιού και γι' αυτό όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Ακόμα και όταν πέρασε πολύς καιρός, ο Κοντορεβιθούλης παρέμεινε το ίδιο σχεδόν μικρούλης. Ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε όλα τα αδέρφια του στο μυαλό.
Μια φορά κι έναν καιρό, στο μέρος της αρχαίας Ελλάδας που το έλεγαν Θράκη, ήταν μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς.
Ένα αστέρι κάθοταν ψηλά στους ουρανούς
Ήξερε πως τον θαύμαζαν
Μα ήθελε ναν μ' αυτούς
Τους γήινους που το θωρούν πως είναι μαγικό
Ένα αστέρι κάθονταν ψηλά στον ουρανό
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άντρας που είχε τρεις γιους. Τον μικρότερο τον έλεγαν Χαζούλη και όλοι τον περιφρονούσαν και τον κορόιδευαν.
Μια φορά και έναν καιρό, ο βασιλιάς της Αθήνας που τον έλεγαν Αιγέα, γυρνούσε από το µαντείο των ∆ελφών, και πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα, και την ερωτεύτηκε. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα.
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.