«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
«Καλημέρα ήλιε!», λένε τα σύννεφα.
«Καλημέρα όλη μέρα!», λέει ο ήλιος.
«Ήλιε, πες μας για τον Χέρμαν! Τι θα γίνει στη συνέχεια του ταξιδιού του;»
Αφιερωμένο στη μαθήτριά μου που αγαπά την άμμο
Η Αλισιάνα, ήταν πάρα πολύ χαρούμενη, πήγε ήταν επιτέλους διακοπές… Ύστερα από έναν πολύ δύσκολο και χειμώνα, με βαρετά και δύσκολα μαθήματα…Τώρα, θα ήταν μόνο αυτή και η θάλασσα, χωρίς έγνοια καμιά στο κεφάλι της.
Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρωνακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της.
Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μέσα στον ωκεανό, εκεί όπου το νερό είναι μπλε και καθαρό σαν κρύσταλλο και δεν φτάνει κανένας ήχος από την επιφάνεια, ζούσε ο Βασιλιάς της Θάλασσας με τους υπηκόους του και τις γοργόνες. Το βασίλειό του ήταν γεμάτο με τα πιο παράξενα λουλούδια και φυτά, κι ανάμεσά τους κολυμπούσαν κάθε λογής ψάρια, μικρά και μεγάλα, σαν τα πουλιά που πετάνε ανάμεσα στα δέντρα της γης.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Ένας ήρεμος άνθρωπος κάποτε κατοικούσε σε ένα χωριό. Καμία προσβολή, καμία κακία που άκουγε δεν τον πείραζε.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας λαγός που καυχιόταν ότι έτρεχε πιο γρήγορα από κάθε ζώο του δάσους.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, ο καυχησιάρης λαγός είχε βγει έξω από την φωλιά του και έτρωγε φρέσκο χορταράκι.
Καθώς έτρωγε, είδε λίγο πιο μακριά μια χελώνα να περνάει αργά-αργά.
Μια φορά κι έναν καιρό, μακριά πολύ μακριά, υπήρχε μια μαγική χώρα. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να περάσεις θάλασσες, βουνά, λίμνες και ποτάμια. Εκεί, λοιπόν, δε ζούσαν άνθρωποι, παρά μόνο μονόκεροι. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό χαρές μεγάλες είχαν στο παλάτι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα των μονόκερων είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα που ήθελαν πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Επιτέλους μετά από πολύ καιρό, η γυναίκα έμεινε έγκυος και περίμενε να φέρει στον κόσμο ένα μωράκι.
Ενας άντρας και μια γυναίκα που δεν είχαν παιδιά, προσεύχονταν καθημερινά. Θα έδιναν μέχρι και τη ζωή τους για να αποκτήσουν ένα παιδάκι. Κάποια στιγμή, η ευχή τους πραγματοποιήθηκε. Όταν έφτασε η ώρα, όμως, το νεογέννητο που ήρθε στη ζωή τους προς έκπληξη τους ήταν ένας θηλυκός βάτραχος!
Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει.
Παραμύθι μύθι μύθι,
το κουκί και το ρεβύθι,
εμαλώνανε στη βρύση.
Πέρασε και η φακή
και τα βάζει φυλακή.
Μα η φάβα της φωνάζει:
»Φακή, βγάλτα, δεν πειράζει.»
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.
Άλλη μια μέρα ξημέρωσε στο Χωριό του Αϊ-Βασίλη. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού εργάζονται πυρετωδώς για τη Μεγάλη Μέρα, τη Μέρα της Πρωτοχρονιάς.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια οικογένεια που τους άρεσε να παίζουν μουσική. Ο μπαμπάς, η μαμά και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια έπαιζαν όλα τα όργανα. Κιθάρα, πιάνο, ακορντεόν, βιολί, φλογέρα και όλα τα άλλα.