Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
τροφή
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας πολύ γκρινιάρης αυτοκράτορας που όλη τη μέρα ασχολούνταν με το ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα τα χρήματα του βασιλείου του για να αγοράζει καινούρια και να είναι ντυμένος στην εντέλεια.
Κάποτε στο δάσος είχε κηρυχθεί πόλεμος και όλα τα ζώα είχαν βγει σε παράταξη προκειμένου να μοιραστούν στο καθένα αρμοδιότητες και ευθύνες. Το λιοντάρι, ως ο βασιλιάς των ζώων, ήταν εκείνος που ηγούταν στις συζητήσεις.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ήσυχη πόλη έξω από την Γαλλία, ζούσε η Ρενέ, ένα όμορφο κορίτσι γύρω στα 12, μαζί με την οικογένεια της.
Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν στο χωριό. Ο Άγιος Βασίλης είχες τόσες πολλές δουλειές που δεν είχε χρόνο ούτε να κοιμηθεί. Αμέτρητες παιδικές επιθυμίες που έπρεπε να εκπληρωθούν. Πήρε ένα φλιτζάνι τσάι και έκατσε στο γραφείο του. Άνοιξε το συρτάρι και έπιασε τον σκονισμένο χάρτη. Ένα χρόνο είχε να τον δει. Πήρε το κόκκινο μολύβι του και άρχισε αμέσως να σημειώνει τα σπίτια που θα επισκεπτόταν το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Είχε τόση δουλειά που σίγουρα θα τον έπαιρνε το βράδυ.
Ο Ηρακλής ήταν γιος του Δία και ήρωας της ανθρωπότητας. Χτυπήθηκε όμως με μια προσωρινή κατάρα της τρέλας, και διέπραξε ένα ανείπωτο έγκλημα. Για να συγχωρεθεί για το λάθος του, ο Ηρακλής πρέπει να ολοκληρώσει δώδεκα "Άθλους" ενάντια σε αήττητα τέρατα και απίστευτες δυνάμεις.
Ένας νεαρός κάποτε επισκέφτηκε έναν σοφό γέροντα. Ήταν ιδιαιτέρως θλιμμένος και πικραμένος.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα γαϊδουράκι πολύ εργατικό, το οποίο για χρόνια ολόκληρα κουβαλούσε βαριά σακιά γεμάτα στάρι στο μύλο χωρίς να διαμαρτύρεται.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.