Ηταν μια φορά τρεις φίλοι. Οι δυο ήταν ψεύτες, ενώ ο τρίτος δεν ήξερε να λέει καθόλου ψέματα. Ξεκινήσανε να κάνουνε ένα μακρινό ταξίδι. Αφού περπατήσανε μια ολόκληρη μέρα, νύχτωσε κι ήτανε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Όμως δεν είχανε λεφτά ούτε για να φάνε, ούτε για να πάνε σε κανένα χάνι για να κοιμηθούν.
ξενοδόχος
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πόλη της Ελλάδας που λεγόταν Κορώνη, ζούσε ένας πολύ πολύ πλούσιος κύριος, ο κύριος Γιώργος, ο οποίος πέρα από πλούσιος ήταν και πολύ καλός άνθρωπος.
Βοηθούσε οικονομικά φτωχούς ανθρώπους και έκανε πολλές ελεημοσύνες με αποτέλεσμα ο κόσμος να το αγαπάει πάρα πολύ.
Ήταν Απρίλιος όταν γεννήθηκα. Να πω την αλήθεια δεν έβλεπα τίποτα ούτε την Μαμά που με γέννησε. Ξέρετε γιατί; Τα αλεπουδάκια τις πρώτες δέκα - δεκαπέντε μέρες είναι τυφλά.
- Δεν αντέχω άλλο Μηνά! Πονάνε τα πόδια μου.
- Έλα, μην τα παρατάς Ελένη. Φτάνουμε. Να, δώσε μου το χέρι σου.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε δώδεκα κόρες, τη μια ωραιότερη από την άλλη. Κοιμόντουσαν όλες μαζί στο ίδιο μεγαλόπρεπο δωμάτιο και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τη νύχτα, όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, ο βασιλιάς κλείδωνε την πόρτα και την αμπάρωνε. Το πρωί όμως, όταν την ξεκλείδωνε, κάθε φορά έβλεπε κάτι πολύ παράξενο. Τα παπούτσια που φορούσαν οι πριγκίπισσες ήταν όλα σκισμένα και χαλασμένα σα να χόρευαν όλη νύχτα! Κανένας δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πώς γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.
Μια φορά κι έναν καιρό, ο βασιλιάς των πουλιών ο αντρειωμένος αετός ήτανε στα κέφια του. Το κυνήγι είχε πάει καλά εκείνη την ημέρα με ένα πεντατρυφερο αρνάκι που βρέθηκε στο δρόμο του και τώρα ήθελε να διασκεδάσει...
Η ιστορία του Όλιβερ, ενός αδέσποτου σκύλου που θέλησε να ζήσει ελεύθερος.
Αγαπημένε μου φίλε, η μαμά μου όταν ήμουν μικρούλι, πιο μικρούλι φαντάσου από εσένα, συνήθιζε να μου τραγουδάει ένα πολύ όμορφο, γλυκό τραγουδάκι:
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ο βασιλιάς Γουλιέλμος μαζί με την κόρη του την Φιλομήλα, ένα κορίτσι ψηλό με μαύρα μακρυά μαλλιά που ήταν όμως άσχημο. Την αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν ένα άξιο κορίτσι που καταπιανόταν με πολλά και διάφορα πράγματα. Παρ’ ότι η εξουσία που είχε, όντας κόρη του βασιλιά, της επέτρεπε να μην ασχολείται με εργασίες στο παλάτι, εκείνη δεν επαναπαυόταν και βοηθούσε ακόμα και σε χειρωνακτικές δουλειές τους υπηρέτες. Ο πατέρας της ώρες ώρες σκεπτόταν μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος μαζί της και γεννήθηκε κορίτσι διότι πέρα από το γεγονός ότι ήταν άσχημη εμφανισιακά, βοηθούσε στις δουλειές του παλατιού, αναλάμβανε πολλές φορές καθήκοντα του ίδιου του Βασιλιά και μάλιστα συχνά κανόνιζε η ίδια τις συναντήσεις του με άλλους βασιλείς.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι πολύ λαίμαργο. Έτρωγε, έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσο πολύ η κοιλιά του, που δεν μπορούσε να κάνει ρούπι* από τη θέση του!
Ένας ήρεμος άνθρωπος κάποτε κατοικούσε σε ένα χωριό. Καμία προσβολή, καμία κακία που άκουγε δεν τον πείραζε.