Μια φορά κι έναν καιρό, μαζευτήκανε 40 Γιάννηδες, που όλοι μαζί δεν είχανε ενός κοκκόρου γνώση...
Νίκος Πιλάβιος
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσανε δύο φίλοι. Το έναν τον έλεγαν Παύλο, τον άλλο Παναγή. Ο Παύλος ήταν ανύπαντρος, και ο Παναγής είχε γυναίκα και έναν γιο...
Μια φορά κι έναν καιρό, ο βασιλιάς των πουλιών ο αντρειωμένος αετός ήτανε στα κέφια του. Το κυνήγι είχε πάει καλά εκείνη την ημέρα με ένα πεντατρυφερο αρνάκι που βρέθηκε στο δρόμο του και τώρα ήθελε να διασκεδάσει...
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ο Τομ, ένα ήσυχο και όμορφο παιδάκι μαζί με την οικογένεια του. Το όνειρο του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος και τρανός μάγειρας που όλοι θα τον θαύμαζαν. Πολλές φορές στεναχωριόταν γιατί ήταν πολύ μικρός και είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του ούτως ώστε να καταφέρει να μαγειρέψει μόνος του.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν 25 στρατιωτάκια, όλα φτιαγμένα στο ίδιο καλούπι από μια παλιά μολυβένια κουτάλα. Ο τεχνίτης τα είχε ζωγραφίσει πολύ όμορφα! Είχε κάνει κόκκινες τις στολές τους και μαύρα τα παντελόνια τους και πράσινα τα καπελάκια τους με ένα κόκκινο φτερό.
Μια φορά και έναν καιρό στον πλανήτη του Εμείς, υπήρχε ένα μεγάλο και ισχυρό βασίλειο, το βασίλειο του Εγώ. Ο βασιλιάς Εγωισμός και η βασίλισσα Ελπίδα διοικούσαν πολλά χρόνια, ήταν αυστηροί αλλά δίκαιοι με το λαό τους που τους υπάκουγε πιστά και έτσι δημιούργησαν ένα δυνατό βασίλειο.
Έφτασε εκείνη η εποχή του χρόνου. Σακιά ξέχειλα ζάχαρη άχνη στοιβάζονται πλάι σε καβουρντισμένα αμύγδαλα, έτοιμα να σκεπάσουν μοσχοβολιστούς κουραμπιέδες, αμέσως μόλις κρυώσουν. Καρύδια περιμένουν να στολίσουν αφράτα μελομακάρονα. Ήσυχα-ήσυχα τα μελομακάρονα περιμένουν τη σειρά τους για να βουτήξουν στο μέλι.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ήσυχη πόλη έξω από την Γαλλία, ζούσε η Ρενέ, ένα όμορφο κορίτσι γύρω στα 12, μαζί με την οικογένεια της.
Μια φορά και έναν καιρό στο νησί Καραβόμυλος ζούσε ένας πειρατής που τον λέγανε Ριχάρδο.
Μια φορα και ένα καιρό ήταν πολλές αμοιβάδες. Η καθεμία αμοιβάδα ήταν ξεχωριστή. Η κάθε αμοιβάδα έφτιαχνε τα δικά της έργα και έκανε κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο. Όλες οι αμοιβάδες ήταν χαρούμενες και δημιουργικές. Ωστόσο, μια μέρα μια αμοιβάδα αποφάσισε να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Δεν της άρεσαν τα πολύχρωμα χρώματα της χαράς. Τη νευρίαζε το πρωτότυπο και το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να κάνει τις υπόλοιπες αμοιβάδες όμοιες μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να τις βουτήξει μέσα στη ρουτίνα και στη δυστυχία, χωρίς να υπάρχει δημιουργία και ελευθερία έκφρασης.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μικρή κόκκινη κότα. Μια μέρα ενώ σκάλιζε το χώμα στον αχυρώνα που ζούσε, βρήκε ένα σπόρο σιταριού. Τότε ρώτησε τα υπόλοιπα ζώα του αγροκτήματος: «Ποιος θα φυτέψει αυτό το σιτάρι;»
Μια φορά έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό, ζούσε μια πτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Δούλευαν όλοι σκληρά για να ζήσουν, αλλά η ζωή στην εξοχή ήταν δύσκολη. Ήσαν άκληροι και αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν, όμως και οι άλλοι χωριανοί ήσαν το ίδιο πτωχοί και δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν καθώς το χωριό είχε άγονη και κακοτράχαλη γη. Παρ’ όλη την φτώχεια τους, ήσαν άνθρωποι καλοί Χριστιανοί και υπέμεναν με υπομονή τα πάνδεινα με την προσευχή στο στόμα τους και την καλοσύνη στην καρδιά τους. Ζούσαν ενάρετο βίο σύμφωνα με τις καταβολές του Χριστού, καταβολές τα οποίες δίδασκαν στα παιδιά τους, που τις άκουαν υπάκουα και με ευλάβεια.