Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.
1994
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά κι έναν καιρό, πολύ μακριά από τον κόσμο μας, στη Χώρα των Θαυμάτων, εκεί που περπατούσαν στους δρόμους τραπουλόχαρτα με πόδια, βασίλισσες ντάμες και λαγοί που μιλούσαν, άνοιξαν διάπλατα οι ουρανοί κι ένας τεράστιος ανεμοστρόβιλος φάνηκε πίσω από τα σύννεφα.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας φτωχός άνθρωπος άφησε τη χώρα του και πήγε μετανάστης σε ξένα μέρη για να βρει δουλειά και να ζήσει. Εκεί μπήκε στην υπηρεσία ενός σοφού ηγουμένου. Αφού πέρασε αρκετός καιρός, πεθύμησε να δει την οικογένειά και την πατρίδα του.
Σ’ ένα όμορφο κτήμα, δίπλα στη θάλασσα, ήταν φυτεμένες εδώ και πολλά χρόνια δυο ελιές, η Έλι και η Λία. Τις είχαν φυτέψει στην άκρη του κτήματος μακριά από το σπίτι κι από όλα τα υπόλοιπα δέντρα. Ακόμη κι ο δρόμος ήταν από την άλλη πλευρά. Ούτε έβλεπαν ούτε άκουγαν κανέναν εκεί που τις είχαν βάλει.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πολύ μακρινό δάσος ήταν μια μικρή αρκουδίτσα που την έλεγαν Μπέτυ. Ζούσε με τους γονείς της σε μια μεγάλη πολύχρωμη σπηλιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα μακρινό βασίλειο στη Φρυγία ήταν ένας βασιλιάς, που τον έλεγαν Μίδα. Ο Μίδας είχε πάθος για το χρυσάφι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν θα πούμε εδώ.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Μια φορά και έναν καιρό, δίπλα σε ένα ποτάμι ήταν χτισμένο ένα όμορφο νεραιδόβασίλειο όπου ζούσανε 2 μικρές νεραιδούλες. Οι νεραιδούλες μένανε μαζί με τους γονείς τους.
«Μπρρ! Μανούλα μου κρύο που κάνει!» μουρμούρισε τουρτουρίζοντας ένα ποντικάκι.
Μέρες τώρα τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, ψάχνοντας να τρυπώσει κάπου για να ζεσταθεί.
«Τι μέρος είναι αυτό; Όλο μπετόν και άσφαλτο. Δε μπορούσε να έχει λίγο χωματάκι να σκάψω να χωθώ μέσα; Ή κανένα αχυρώνα να κουρνιάσω στο ζεστό χόρτο;»
Ένα αστέρι κάθοταν ψηλά στους ουρανούς
Ήξερε πως τον θαύμαζαν
Μα ήθελε ναν μ' αυτούς
Τους γήινους που το θωρούν πως είναι μαγικό
Ένα αστέρι κάθονταν ψηλά στον ουρανό
Ο Ηρακλής ήταν γιος του Δία και ήρωας της ανθρωπότητας. Χτυπήθηκε όμως με μια προσωρινή κατάρα της τρέλας, και διέπραξε ένα ανείπωτο έγκλημα. Για να συγχωρεθεί για το λάθος του, ο Ηρακλής πρέπει να ολοκληρώσει δώδεκα "Άθλους" ενάντια σε αήττητα τέρατα και απίστευτες δυνάμεις.