Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε, ένα φτωχό, μα καλό κι αγαπημένο αντρόγυνο. Είχαν ένα ξύλινο σπιτάκι κοντά στο μεγάλο δάσος, κι επειδή ήταν πολύ φτωχοί, ο άντρας πήγαινε κι έκοβε ξύλα κι η γυναίκα του έπλεκε κάλτσες, τα πουλούσαν και ζούσαν φτωχικά, μα πάντα αγαπημένα. Ένα μονάχα καημό είχαν στη ζωή τους: που δεν αξιώθηκαν να κάνουν παιδί, για να τόχουν συντροφιά και παρηγοριά στα γεράματά τους.
Ο Γύρος του κόσμου με 36 παραμύθια
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο.
Κάτω από τη Γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος, και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους.
Όταν μεγάλωσαν τους είπε η μαμά τους:
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε πολλές όμορφες κόρες. Η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, που ακόμη και ο ήλιος αναρωτιόταν κάθε φορά που της φώτιζε το πρόσωπο.
- ”Μαμά μαμά τι δώρο θα μου φέρει φέτος ο Άγιος Βασίλης;” ρώτησε η Μαρία επίμονα.
- “Φέτος αγάπη μου εξαιτίας της πανδημίας ο Άι Βασίλης δεν θα καταφέρει να στείλει τα δώρα του στα παιδάκια”.
- “Δηλαδή κανένας δεν θα πάρει δώρο φέτος”; ρώτησε θλιμμένη.
«Άραγε, ποιος να μένει σε αυτό το μανιταρόσπιτο;», ρωτάνε τα σύννεφα. «Μα φυσικά, ποιος άλλος; Ο Χέρμαν!», απαντάει ο ήλιος. «Και ποιος είναι ο Χέρμαν;», ρωτάνε ξανά τα σύννεφα. «Δεν ξέρετε τον Χέρμαν; Ελάτε να σας τον γνωρίσω!», λέει ο ήλιος.
Τσιτσίρισε καθώς οι φλόγες τύλιγαν το καζάνι... Ήταν η κούνια του Σπαρματσέτου. Και από τη ζεστή κούνια βγήκε ένα κερί χωρίς ψεγάδι. Συμπαγές, λαμπερό, λευκό και λεπτό, ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε έκανε όσους το έβλεπαν να πιστεύουν πως υποσχόταν ένα λαμπρό, ακτινοβόλο μέλλον. Και
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς που είχε μια πολύ όμορφη κόρη. Η βασιλοπούλα αυτή ήταν τόσο πεντάμορφη που καμιά δεν μπορούσε να την παραβγεί στην ομορφιά. Ήταν όμως και τόσο περήφανη που κανέναν απ’ όσους έρχονταν στο παλάτι και ζητούσαν να την παντρευτούν δεν τον θεωρούσε άξιό της. Τους έδιωχνε όλους και πολλές φορές τους περιφρονούσε και τους κορόιδευε άσχημα.
Μια φορά κι έναν καιρό, η Δυσκολούλα ήταν μια χαριτωμένη και γλυκύτατη πριγκίπισσα που είχε όμως ένα ελάττωμα. Ήταν το πιο αναποφάσιστο κορίτσι του κόσμου, Δυσκολευόταν πολύ να αποφασίσει τι ακριβώς προτιμάει, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρεί όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και όλους τους άλλους.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας πειρατής, κάπως διαφορετικός από τους άλλους πειρατές. Τον έλεγαν Χρυσοδόντη, γιατί είχε ένα δόντι χρυσό που γυάλιζε κάθε φορά που γελούσε. Αυτός ο πειρατής είχε κι ένα ξύλινο πόδι, επειδή έχασε το δικό του σε μια μάχη. Ο Χρυσοδόντης όμως δεν ήταν άγριος πειρατής σαν τους υπόλοιπους και γι' αυτό οι άλλοι πειρατές δεν του μιλούσαν.